Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

ένας κούκος φέρνει την άνοιξη

Στον άνθρωπο που μου μετέφερε την ιστορία.

Πάντα το πίστευα και εξακολουθώ ακράδαντα να το πιστεύω πως εμείς, οι δάσκαλοι, μπορούμε να σώσουμε τον κόσμο. Ακόμη και μόνοι μας. Αν είμαστε δυο σε κάθε σχολείο, τότε το θαύμα φαντάζει τελειωμένο. Μην πω για τρεις ή περισσότερους, γιατί δεν είμαι ρομαντικός.
Ακούστε λοιπόν την ιστορία του κούκου.
Διδάσκει ένα μάθημα δευτερεύον ή τριτεύον. Είναι πατέρας τεσσάρων παιδιών, άρα με πολλές υποχρεώσεις στο σπίτι.
Κι όμως...
Στο γυμνάσιό του κάνει θαύματα. Στα διαλείμματα είναι στη βιβλιοθήκη και διαβάζει σε συνέχειες για όσα παιδιά θέλουν λογοτεχνία. Κι όταν η ιστορία θυμίζει τον πατέρα του, δε διστάζει να δακρύζει μπροστά στα παιδιά.
Άλλοτε πάλι στο διάλειμμα είναι στο προαύλιο και παίζει με τα παιδιά του σχολείου του.
Τις Κυριακές και τις αργίες και τις συνδικαλιστικές αργίες πάλι στο σχολείο για το θεατρικό παιχνίδι ή για να στολίσει με τα παιδιά το σχολείο.
Τα απογέματα της Κυριακής 3 ώρες θεατρικό παιχνίδι, για να αποβάλουν τα παιδιά τυχόν αναστολές, φοβίες κτλ.
Κι αμέσως έπειτα προβολές ταινιών, όπως "Σινεμά ο Παράδεισος", Ἡ ζωή είναι ωραία", "Δάσκαλος χορωδίας" και άλλες παρόμοιου επιπέδου.
Τα παιδιά τρέχουν με λαχτάρα στο σχολείο τις αργίες, τα απογέματα. Όταν τα ειδοποιήσει. Τρέχουν στο σχολείο, όπως ο καθένας μας πηγαίνει εκεί που θα ήθελε να είναι περισσότερο από οπουδήποτε αλλού. Δεν τρέχουν, για να καταστρέψουν το μισητό χώρο του σχολείου.
Αυτός είναι ένας δάσκαλος που θα βοηθήσει δεκάδες, εκατοντάδες παιδιά να αγαπήσουν τη ζωή και να αγωνιστούν με θάρρος γι' αυτήν. Και θα τα καταφέρουν. Και θα θυμούνται σε όλη τους τη ζωή το δάσκαλό τους, τον κ. Γανωτή, και θα του λένε στα όνειρά τους:
Mille merci, monsieur professeur. Mille merci.

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008

Mια αληθινή και επίκαιρη ιστορία

Ο μικρός Γιαννάκης θαύμαζε τους αστυνομικούς. Ήταν το πρότυπό του. Ονειρεύονταν, όταν μεγαλώσει, να γίνει ένας ωραίος, γενναίος αστυνομικός, με ωραία στολή και πιστόλι, όπως αυτοί που έδειχνε η τηλεόραση. Να τρέχει όπου τον χρειάζονται, να προστατεύει τους καλούς, να καταδιώκει τους κακούς. Μεγάλωσε και το όνειρό του δεν ξεθώριασε. Διάβαζε με πάθος, για να περάσει στη σχολή της αστυνομίας και ήταν πια πολύ κοντά στο να πετύχει το στόχο του. Οι φίλοι του, οι συμμαθητές του, τον κορόιδευαν για το ψώνιο του, εντάξει, δέχονταν να θέλει να γίνει κάποιος "μπάτσος", γιατί θα είχε σίγουρη δουλειά, εξουσία, αλλά όχι και να τους θαυμάζει!
Ο Γιάννης όμως δεν άλλαζε στάση και δεν έχανε ευκαιρία να υπερασπίζεται τους αστυνομικούς, ακόμα κι όταν όλοι ήταν εναντίον τους (καλή ώρα...).
Ώσπου μια μέρα, στο κέντρο της Αθήνας, πέρασε μπροστά στα γεμάτα θαυμασμό μάτια του μια διμοιρία αστυνομικών, που μάλλον πήγαιναν να προστατέψουν κάποιους καλούς από τους κακούς διαδηλωτές. (καλή ώρα...)
Και τότε ένας απ' αυτούς, καθώς περνάει δίπλα του, του αστράφτει ένα χαστούκι! Ένα χαστούκι απ' αυτά που χάνεις τον κόσμο, έτσι χωρίς λόγο, έτσι για να ζεσταθεί εν όψει της προστασίας από τους κακούς που λέγαμε! Χαστούκισε ένα παιδί που μόνο θαυμασμό και λατρεία είχε για το είδος του. Τον τελευταίο των θαυμαστών...
Ναι, όταν συνήλθε ο Γιαννάκης, είχε πια εκτός από κόκκινο μάγουλο και σπασμένο όνειρο. Τώρα εκείνος σπουδάζει οικονομικά και εμείς εξακολουθούμε να τρώμε χαστούκια.

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008

Ο μαθητής με τη βαριά κληρονομιά.

Ήρθε να εξεταστεί ως κατ' οίκον διδαχθείς ο παραπληγικός μαθητής της Α΄Γυμνασίου στις εξετάσεις του Ιουνίου, στα θέματα που δόθηκαν και στους υπόλοιπους μαθητές. Έδωσε εξαιρετικά γραπτά. Αρίστευσε σε όλα τα μαθήματα, χωρίς την παραμικρή ευνοϊκή μεταχείριση λόγω της αναπηρίας του. Σκέφτηκα να μιλήσω στον πατέρα του να τον φέρει τουλάχιστον την επόμενη χρονιά στο σχολείο. Θα βρίσκαμε τρόπο να του διευκολύνουμε την πρόσβαση και τη φοίτηση. Η διευθύντρια με απέτρεψε. Το ίδιο και ο παλιός ντόπιος καθηγητής. Δεν θέλουν να το στείλουν, το διαβάζουν στο σπίτι...Μισόλογα, υπονοούμενα. Δεν τα έχουν καλά με τον κόσμο... κρύβονται... φοβούνται. Άρχισα να υποψιάζομαι ότι κάτι συμβαίνει και ψάρεψα τους ντόπιους. Ο μεγαλόσωμος άνδρας που έφερνε το παιδί και το κουβαλούσε αγκαλιά στην τάξη, ο πατέρας, ήταν ένας από τους χειρότερους βασανιστές της χούντας. Στα χέρια του είχαν υποφέρει πολλοί αγωνιστές της αντιδικτατορικής αντίστασης. Τα χαστούκια του ήταν τα χειρότερα που είχαν δοκιμάσει οι φυλακισμένοι της επταετίας. Δικάστηκε, καταδικάστηκε, φυλακίστηκε. Όταν βγήκε και γύρισε στον τόπο του, ούτε η μάνα του δεν πήγε να τον υποδεχθεί. Όλοι του γύρισαν την πλάτη. Κοινωνικά απόβλητος. Πήρε, λέει, ασβέστη κι έβαψε όλα τα ξωκλήσια του νησιού, για να εξιλεωθεί. Στην επέτειο του πολυτεχνείου κάθε χρόνο κρύβονταν από φόβο και ντροπή. Έμαθα ότι πιστεύει πως ο θεός τον τιμώρησε και με την εκ γενετής αναπηρία του παιδιού του.
Θυμάμαι εκείνο το μικρό αγόρι με το καθαρό πρόσωπο, την ευγενική φυσιογνωμία. Θυμάμαι το άψογο γραπτό του, τον ωραίο λόγο, την ωριμότητα στη σκέψη, την υψηλή νοημοσύνη. Τι να απέγινε άραγε; Πόσο ακριβά πλήρωσε τις αμαρτίες του γονιού του;

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

H καλύτερή μας γιορτή

Πόσα χρόνια πέρασαν; Μπορεί και 15. Ανέλαβα πολλές γιορτές από τότε. Καμιά δεν τη ξεπέρασε αυτή τη γιορτή. Η ιδέα μου ήρθε σε μια εκδρομή στη θάλασσα. Τέτοιες μέρες. Είχαμε αναλάβει τη γιορτή, η θεολόγος, η οικονομολόγος κι εγώ. Τι θα κάνουμε; Όλο τα ίδια και τα ίδια, ποιήματα, πεζά, κανένα σκετσάκι, ομιλίες. Αυτή τη φορά θα είναι αλλιώς. Θα λάβουν όλοι μέρος, όλο το σχολείο και δεν θα το ξέρουν ούτε καν οι μισοί. Στρωθήκαμε μια βδομάδα οι τρεις μας να γράψουμε τα κείμενα. Η τελευταία συνέλευση πριν από την τραγική νύχτα. Οι αντίθετες απόψεις, η νεανική αποκοτιά, ο φόβος, η αμφιβολία, οι αντιρρησίες, ο έρωτας για ελευθερία και αντίσταση στο φασισμό. Και μαζί τα συνθήματα, η μουσική, τα τραγούδια. Μπήκαν στο κόλπο οι "κλακαδόροι", μαθητές σκόρπιοι μέσα στο αμφιθέατρο, φώναζαν συνθήματα, χτυπούσαν παλαμάκια και παρέσυραν τους θεατές. Καθηγητές, μαθητές με κιθάρες, ξεπήδησαν από το ακροατήριο και τραγούδησαν τα τραγούδια των ημερών εκείνων, μαζί με το κοινό. Γίναμε η τελευταία συνέλευση, φωνάξαμε συνθήματα, τραγουδήσαμε, ζήσαμε τον παλμό των ημερών. Καταργήσαμε τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ θεατών και συμμετεχόντων, δέκτη και πομπού, θεάματος και ζωής, αυτού που έγινε κι αυτού που γίνεται τώρα και για πάντα.
Ερικέτη Κουντούρη, Μαρία Καραπιπέρη, σας έχω χάσει, έχω χάσει και τα κείμενα, αν ποτέ διαβάσετε αυτές τις γραμμές, δώστε σημείο ζωής να βρεθούμε. Έχουμε πολλά να πούμε. Πολλά και καλά.
ΥΓ: Σ' αυτή τη γιορτή έγινε και η λογοκρισία στο Imagine του Λένον, όπως έγραψα σε παλιότερη δημοσίευση.

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

ποίηση από συνάδελφο

Παραθέτω ένα αυθεντικό μαργαριτάρι ποίησης γραμμένο από το συνάδελφο Στάθη Κουτσούνη, διευθυντή μεγάλου ιδιωτικού σχολείου στα βόρεια προάστια. Απολαύστε το. Το παραθέτω αυτούσιο, παρμένο από ποιητικό κόμβο.

ΕΝΟΡΑΜΑ
Αποβραδίς στον ύπνο της η αγελάδα
είδε όνειρο να χτυπά η πόρτα του στάβλου
και να μπαίνει ο Χασάπης
σε θέλω της είπε αποφασισμένος
και της πρόσφερε ανθοδέσμη από τριφύλλι
αυτή ξαφνιάστηκε
μισό λεπτό καθίστε ψέλλισε
κι έσπευσε στο λουτρό κολακευμένη
για να βάλει λίγο κραγιόν
αμέσως έπειτα τον άκουσε να λέει
λόγια τρυφερά και παθιασμένα
για την ξεχωριστή περπατησιά της
το συνεσταλμένο βλέμμα της
για το χνότο της που ονειρευόταν μήνες
να τον ζεσταίνει τις νύχτες του χειμώνα
της εξομολογήθηκε πως γούσταρε
ν’ αρμέγει με το στόμα τα μαστάρια της
πως λύσσαγε να γλείφει σαν λουκούμι
τα πλούσια πισινά και τα λαγόνια της
ή να ρουφάει από τα πόδια της το κότσι
προς τα χαράματα την είχε καταφέρει
έπεσαν και παλέψανε άγρια στον αχυρώνα
λιγωμένη εκείνη από τη γλύκα της γλώσσας
σε λίγο ένιωσε μέσα της το μόριο του
μαχαίρι ακονισμένο να τρυγάει τα σωθικά της
να την κόβει αλύπητα ως το κόκαλο
όταν ξημέρωσε κρεμόταν κομματιασμένη
στη βιτρίνα του κρεοπωλείου
και στο βάθος του αίματός της
άκουγε τον Χασάπη να την κολακεύει ακόμη
στους λιμασμένους του πελάτες
(Παραλλαγές του μαύρου, 1998)

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008

Οι εξαιρέσεις

Μετά από 20 χρόνια σε δυσπρόσιτα σχολεία, όπου έβλεπα κάθε χρόνο και νεότερους συναδέλφους, βρέθηκα σε μεγάλο σχολείο της Αθήνας, που για πρώτη φορά σχεδόν, μετά από 20 χρόνια, δεν ήμουν η παλαιότερη και μεγαλύτερη. Βρήκα συναδέλφους και 15 χρόνια μεγαλύτερους, κοντά στη σύνταξη, με μεγάλα παιδιά, εγγόνια, γέρους γονείς. Περίμενα ότι θα βρω πολύ κουρασμένους, πολύ δημοσιο-υπαλληλοποιημένους συναδέλφους. Σε μια από τις συνεδριάσεις ήρθε η πρώτη διάψευση: Ήταν παραμονή αργίας, θα πηγαίναμε στην εκκλησία και μετά θα γυρίζαμε, θα κάναμε ένα δίωρο και θα φεύγαμε. Συνηθισμένη πρακτική. Αυτή ήταν και η πρόταση του διευθυντή μας. Τότε παίρνει το λόγο μια από τις πιο παλιές φιλολόγους. "Γιατί να κάνουμε μόνο ένα δίωρο; Μπορούμε να κάνουμε τουλάχιστον ένα τετράωρο. Ας μην χάνουμε μάθημα, χωρίς λόγο!" Περίμενα αντιδράσεις κρατώντας την αναπνοή μου. Οι αντιδράσεις ήταν η...φυσιολογική αποδοχή του αιτήματος. Χωρίς δυσφορία, χωρίς τυμπανοκρουσίες, σαν να ήταν το πιο συνηθισμένο θέμα!
Μα πού είχα έρθει!
Έβλεπα κάθε χρόνο πολλούς ανθρώπους νέους, χωρίς υποχρεώσεις, να κρατάνε ένα ρολόι και μια ζυγαριά. Μέλημά τους πώς θα δουλέψουν λιγότερο, πώς θα φύγουν γρηγορότερα. Υπήρχαν βέβαια και οι πολλές εξαιρέσεις, μα τέτοια εξαίρεση, δεν είχα ξαναδεί.

Από τότε αυτές οι εξαιρέσεις που πίστευα τότε έγιναν ο κανόνας.
Υπευθυνότητα, μεράκι, αγάπη για τα παιδιά, συναδελφικότητα, νοιάξιμο για το σχολείο, σεβασμός στο διάλογο, στις διαφορετικές απόψεις, άψογη συνεργασία.
Όχι, δεν κατάφερα να τα θεωρήσω δεδομένα όλα αυτά. Να συνηθίσω. Στην ιδέα ότι θα αναγκαστώ να τα στερηθώ γρήγορα, έχω ήδη μελαγχολήσει.

Ευτυχώς όμως θα μου μείνει η ελπίδα για την επόμενη εξαίρεση. Θα την περιμένω...

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008

Οι τουρίστες και τα κορόιδα

Σε σχολεία απομακρυσμένα νησιωτικών περιοχών, κάποτε καταφθάνουν ορισμένοι καθηγητές- τουρίστες. Ο βίος και η πολιτεία τους δεν διαφέρουν από αυτά των κανονικών τουριστών του θέρους, μόνο που γίνονται μέσα στο καταχείμωνο και με "έξοδα" άλλων.
Το σχολείο γι' αυτούς είναι απλώς το εμπόδιο στη νυχτερινή ζωή, η δυσάρεστη παρεμβολή στο ατελείωτο χάζεμα στις καφετέριες και στα μπαράκια. Οι μαθητές μπροστά τους είναι σκληρά εργαζόμενοι, ακόμα και οι πιο αμελείς.
Μια φορά μας ήρθε ένας τέτοιος τύπος. Πού τον έχανες, πού τον εύρισκες, στις ντισκοτέκ, στα μπαρ, στις βόλτες, στις παραλίες, όποτε το επέτρεπε ο καιρός. Αν και είχε ειδικότητα πολύτιμη για τα παιδιά του λυκείου (φυσικός), δεν ασχολούνταν καθόλου με το μάθημά του, μια φορά μάλιστα είχαμε βρει στο καλάθι των αχρήστων πεταμένα τεστ αδιόρθωτα. Στο σχολείο έρχονταν πότε πότε, όποτε του το επέτρεπε η βάρδια του στα κλαμπ. Είδε κι απόειδε ο διευθυντής, κι αφού δεν έπαιρνε από παραινέσεις, παρατηρήσεις, επιπλήξεις, αγρίεμα, τον είχε έτοιμο για αναφορά. Τότε, ήρθε σοβαρός σοβαρός, μας μάζεψε όλους και τι μας ξεφούρνισε! Ο φίλος του και συνεταίρος του στη νυχτερινή ζωή ήταν βαριά άρρωστος, με καρκίνο του στομάχου! Κι έπρεπε να τον διασκεδάσει τους τελευταίους μήνες που ήταν στα πόδια του.
Αν εξαιρέσουμε κάποιους εύπιστους συναδέλφους, όλοι είχαμε τις αμφιβολίες μας, αλλά ποτέ δεν ξέρεις... Του έδωσε παράταση ο διευθυντής, τον καλύπταμε όσο μπορούσαμε κι εμείς και κόντευε να τελειώσει η ρημάδα η χρονιά.
Και εκεί προς το τέλος, κάποιος από την παρέα μάς το σκάει το μυστικό: "Παραμύθι όλα και η αρρώστια κι ο καρκίνος, πρόσχημα, για να τη βγάλουν καθαρή τα δυο... καλόπαιδα."
Δεν θυμάμαι πώς αντιδράσαμε, τι του είπαμε, τι μας είπε. Θυμάμαι μόνο ότι έφυγε άσπιλος και αμόλυντος υπηρεσιακά και από τότε κάποιοι ταλαίπωροι τον χαίρονται. Ποιος τη χάρη τους!

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2008

το εγώ της αυτής

Εγώ στο 1ο ανέβαζα παραστάσεις, ανέβαζα Αισχύλο!
Εγώ στο 1ο αγόρασα πιάνο!
Εγώ έστησα αυτό το σχολείο!
Εγώ καταδιώκομαι από συνδικαλιστές και διευθυντές άλλων σχολείων!
Εγώ διοικώ και κατευθύνω το σχολείο!
Εγώ είμαι το σχολείο!
Εγώ ανήκω στη δεξιά! Είμαι και μέλος της Τοπικής Επιτροπής του Ψυχικού!
Εγώ πιστεύω στο θεό!

Γι' αυτό τώρα τελευταία φοβάται ο δύσμοιρος να πάρει θέση σε όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, τη χώρα του. Φοβάται μη συγχρωτιστεί με τα εγώ σου.

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2008

Δημήτρης Ζάννες

Σήμερα θέλω να σας συστήσω το Δημήτρη το Ζάννε, μαθητή μου από τα παλιά. Τον θυμάμαι για πρώτη φορά στη Δευτέρα γυμνασίου, ένα κοκκινομάλλικο αγόρι ντροπαλό και ευγενικό, αλλά και με μια έφεση στο καλό χιούμορ, που με τα χρόνια την έχει απογειώσει. Μόλις είχε χάσει τη μάνα του τότε και είχε μια θλίψη στα μάτια, που με τα χρόνια εξελίχθηκε σε περίσκεψη, ανθρωπιά. Ήταν καλός μαθητής, συνεπής, αλλά δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για σπουδές. Τον είχε κερδίσει η θάλασσα. Έγινε καλός επαγγελματίας ψαράς, έκανε μια όμορφη οικογένεια, αλλά δεν έμεινε εκεί. Δραστηριοποιήθηκε στο συνδικαλισμό των ψαράδων, ασχολήθηκε με την τοπική αυτοδιοίκηση και τώρα ως μέλος της Γκρίνπις παλεύει να σώσει ό τι μπορεί από την αγαπημένη του θάλασσα. Τον τελευταίο καιρό πρωτοστατεί στις προσπάθειες του Δήμου μας για τη δημιουργία θαλάσσιου πάρκου στο νησί μας.
Πρόσφατα του είπα πόσο υπερήφανη νιώθω γι' αυτόν όταν διαβάζω κείμενά του στον τύπο για περιβαλλοντικά θέματα. "Ε, μάθαμε κι εμείς κάποια γράμματα!" μου είπε με κείνο το συνωμοτικό του χαμόγελο.
Είναι ωραίο να εμπιστεύεσαι τη θάλασσά σου σε τόσο καλά χέρια. Ευχαριστώ, Δημήτρη.

Σάββατο 30 Αυγούστου 2008

Δύσκολος ρόλος

Ήταν μία από τις δύο φορές που, για πολύ μικρό διάστημα, χρημάτισα διευθύντρια, αναγκαστικά και "για τις ανάγκες της υπηρεσίας". Από την αρχή της χρονιάς, έφταναν σε μένα αρνητικά σχόλια για μια φιλόλογο καινούρια. Ήταν αυταρχική, μιλούσε υποτιμητικά στους μαθητές, δεν καταλάβαιναν το μάθημα και απαξιούσε να τους το εξηγήσει, αφού οι μαθητές ήταν πολύ χαμηλού επιπέδου για να αντιληφθούν την υψηλή σοφία της.
Προσπάθησα να τη βοηθήσω όχι ως διευθύντρια, που δεν ήμουν, αλλά ως παλιότερη συνάδελφος στην υπηρεσία και στο συγκεκριμένο σχολείο. Βρήκα απόλυτη άρνηση συνεργασίας, καχυποψία, επιθετικότητα.
Κάποια μέρα ακούω φασαρία στην αυλή. Είχε χτυπήσει το κουδούνι, αλλά οι μαθητές της δεν έμπαιναν στην τάξη, αρνιόνταν να κάνουν μάθημα μαζί της!
Σε ένα μικρό σχολείο, με παιδιά κάθε άλλο παρά ανυπάκουα, αυτό ήταν πολύ ανησυχητικό. Είχαν φτάσει στο μη παρέκει.
Βγαίνω έξω, τους ζητάω να μπουν στην τάξη και να συζητήσουν με την καθηγήτριά τους, τους μαλώνω κιόλας που δεν βρήκαν έναν πιο δημοκρατικό τρόπο να της πουν τα προβλήματά τους. Ήταν όμως ανένδοτοι. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος, το είχαν αποφασίσει.
Θυμάμαι την αρχηγό της "εξέγερσης", ένα από τα πιο ευγενικά και φιλότιμα παιδιά μας και άριστη μαθήτρια, (είναι πια η άξια κτηνίατρος του νησιού μετά από μια φοιτητική πορεία γεμάτη υποτροφίες και αριστεία), να μου μιλάει ευγενικά μεν, αλλά με καμία διάθεση συμβιβασμού και υποχώρησης. Θέλοντας να την ηρεμήσω, της λέω: "μπορείς αυτά που λες να μου τα δώσεις γραπτά;" Περίμενα να διστάσει. Τα παιδιά έχουν μια δυσανεξία στο γράψιμο, άσε που θα αναγκάζονταν να ξανασκεφθεί τις καταγγελίες εναντίον της καθηγήτριας. "Αμέσως!" μου λέει το θηρίο και σε λίγη ώρα μου φέρνει ένα κείμενο- καταπέλτη, που έδειχνε όχι μόνο πόσο τεκμηριωμένα ήταν τα παράπονα των παιδιών, αλλά και πόσο υψηλό επίπεδο είχαν στη σκέψη και στο λόγο.
Ευτυχώς, η καθηγήτρια κατάλαβε ότι έπρεπε να παραιτηθεί από την αδιάλλακτη στάση της. Της ξεκαθάρισα πως δεν θα δώσω καμία συνέχεια, αν τα βρει με τους μαθητές της. Και έτσι έγινε. Πιστεύω ότι και εκείνη ωφελήθηκε. Πήρε το καλύτερο μάθημα στην αρχή της καριέρας της. Έμαθε να μην υποτιμάει τους μαθητές και να συζητάει μαζί τους, χωρίς να θέλει σώνει και καλά να τους επιβάλει τη δική της άποψη. Ωφελήθηκαν και οι μαθητές, έμαθαν να διεκδικούν σεβασμό, έμαθαν να μην ταυτίζουν το σεβασμό προς τους δασκάλους τους με την άκριτη υποταγή στην εξουσία τους. Κι εγώ ωφελήθηκα. Κατάλαβα ότι δεν μου ταιριάζει καθόλου ο ρόλος του διαμεσολαβητή, του πυροσβέστη. Μπορεί να τα είχα καταφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελα να κάνω στη δουλειά μου. Ό,τι αγάπησα σ' αυτή τη δουλειά είναι κλεισμένο σε μια τάξη κι όχι σε γραφείο.

Τρίτη 8 Ιουλίου 2008

αιτία απόλυσης

Κάποτε έφυγα από το σχολείο που αγάπησα όσο κανένα άλλο και ελπίζοντας πως η αποχώρησή μου θα ήταν μονοετής και για να μη δημιουργήσουν τα παιδιά πρόβλημα στο σχολείο λόγω της απουσίας μου, τα παρακάλεσα, τα ικέτευσα να αγαπήσουν την "άξια", την "πανάξια" συνάδελφο που ήρθε στη θέση μου, για την οποία έλεγα συνεχώς και μόνο επαίνους. Αυτή βέβαια φρόντισε να βγάλει όλη την ξινίλα της στα παιδιά και αγωνιζόμουν από μακριά και από κοντά να τα συγκρατώ, να τα επιπλήττω, να τα μαζεύω: Δείξτε λίγη κατανόηση. Αξίζει την προσοχή σας!
Για να τα ηρεμήσω, αναγκάστηκα να ετοιμάζω εξατομικευμένες ασκήσεις για τα προβλήματα κάθε μαθητή και να τις πηγαίνω, για να νιώθουν τα παιδιά ότι είμαι κοντά τους και έχω την έγνοια τους.
Ποια αντιμετώπιση είχα;
-Η περί ης ο λόγος ξινή συνάδελφος έβαλε τα κλάματα, όχι για τις εργασίες αλλά για τα συναισθήματα των παιδιών για μένα!
Η διευθύντρια έφτασε σε νέο υψίπεδο ευφυ-ίας:
-Ξέρεις ότι, αν σε καταγγείλουν, θα απολυθείς από το δημόσιο;"

Ναι! Σε εμένα το έλεγε!

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2008

Τα καλά και συμφέροντα

Τόπος, ένα μικρό νησί των Δωδεκανήσων. Χρόνος, τα μέσα της δεκαετίας του ΄90. Βρέθηκα εκεί με απόσπαση, επί 3 χρόνια, όσο κράτησε η "θητεία" του άνδρα μου στα δυσπρόσιτα. Αποδείχτηκαν από τα ωραιότερα της ζωής μου, αλλά δεν είναι της παρούσης...αναρτήσεως.
Θέμα μας, η πρώτη συνέλευση, της πρώτης χρονιάς. Ποιο μπορεί να ήταν το θέμα; Φαινομενικά: Τα προβλήματα των καθηγητών των δυσπροσίτων. Στην πραγματικότητα, τέθηκε στην ψύχρα Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ των δυσπροσίτων και το ΑΝΑΦΑΙΡΕΤΟ δικαίωμα ΟΛΩΝ των συναδέλφων να ζητήσουν μετάθεση από την πρώτη χρονιά! Ακούστηκαν κάποιες...ψευτοαντιρρήσεις, του τύπου "δεν θα το δεχτούν", "να το διατυπώσουμε καλύτερα", "να πούμε να γίνουν τα 3 χρόνια 2, είναι πιο λογικό".
Πήρα το λόγο: Συγνώμη, δεν είμαι εδώ με τα δυσπρόσιτα, αλλά, αν δεν κάνω λάθος, δεν υπογράψατε όλοι ότι θα διοριστείτε πιο μπροστά από τους άλλους συναδέλφους σας, με τον όρο να υπηρετήσετε 3 χρόνια σε δυσπρόσιτο σχολείο; Τι θα πείτε τώρα σ' αυτούς που περιμένουν τον κανονικό διορισμό; "Κορόιδα, ας προσέχατε;" Τι θα πείτε σε όσους προηγήθηκαν, δυσπρόσιτους και μη, που θα βρεθείτε να διεκδικείτε τις ίδιες θέσεις στη μετάθεση; Τι θα πείτε σ' αυτούς εδώ που είδαν κι έπαθαν να δουν καθηγητές στα σχολεία τους, έστω και για 3 χρόνια, "μας συγχωρείτε, πάμε κάπου, έχουμε μια δουλειά;" (Λίγο νωρίτερα, σε ένα διπλανό νησί, είχαν κάνει μπλόκο στο λιμάνι απελπισμένοι κάτοικοι να μη φύγουν κάποιοι "τουρίστες" καθηγητές, άμα τη αφίξει τους.)
Το τι άκουσα!
"Στην Ελλάδα είμαστε, ποιος νόμος ίσχυσε ποτέ;" "Από μας θα ισχύσει η νομιμότητα;", "Με ρώτησε εμένα κανείς πώς περνάω εδώ, τόσο μακριά από το σπίτι μου, τα παιδιά μου, τον άνδρα μου κλπ κλπ;", "Δεν είδα τους ντόπιους να εκτιμάνε και πολύ που ήρθαμε από τόσο μακριά να μάθουμε γράμματα στα παιδιά τους" Κι άλλα παρόμοια που δεν θυμάμαι ή δεν θέλω να θυμάμαι.
Δεν είναι τυχαίο πως δεν ξαναπήγα σε παρόμοια συνέλευση. Δεν είναι τυχαίο πως οι σχέσεις μας με τους συναδέλφους παρέμειναν τυπικές και δεν διατήρησα με κανέναν επαφή.
Εγώ πάντως εκεί πέρασα τρία υπέροχα χρόνια από τη ζωή μου, καθόλου...δυσπρόσιτα.
Από τότε όμως αυτή η νοοτροπία του βολέματος και του "νόμος είναι το δίκιο του διορισμένου", ζει και βασιλεύει και διαλύει το δημόσιο σχολείο.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2008

το πατσαβούρι

Την παραμονή των πανελλήνιων εξετάσεων φέτος συνάντησα 5-6 μαθητές μου περισσότερο για να τους διώξω το άγχος παρά για να τους βοηθήσω. Τότε μου έδειξαν ένα πατσαβούρι, μια φωτοτυπία χειρόγραφη με κάκιστα γράμματα, τοξάκια, βελάκια, μουντζούρες, το οποίο τους είχε δώσει στο τελευταίο μάθημα η καθηγήτρια του φροντιστηρίου λέγοντάς τους ότι αυτό είναι το θέμα των εξετάσεων και ότι αυτή το είχε πιάσει. Λίγες περισσότερες λεπτομέρειες:
α) Έτοιμη η προλογική παράγραφος, έτοιμη και η επιλογική.
β) Το Ζ1 ήταν αναπτυγμένο σε δύο παραγράφους. Το Ζ2 σε πρόχειρα σημεία για ανάπτυξη.
γ) Το θέμα ήταν η ενεργειακή κρίση. Μάλιστα η καθηγήτρια δήλωσε ότι είχε συμβουλευτεί και οικονομολόγο για να απαντήσει το θέμα.

Την επόμενη μέρα οι μαθητές τηλεφώνησαν στην καθηγήτρια για να την κοροϊδέψουν. Κι εκείνη τι τους ρώτησε; Τουλάχιστον χρησιμοποιήσατε τον πρόλογο και τον επίλογο που ταίριαζαν;

Εγώ να αναφωνήσω:
Ζήτω η ελληνική εκπαίδευση και στην περίπτωσή μας:
Ζήτω η ελληνική παραπαιδεία.

ΥΓ. Εμείς που μπήκαμε στο πανεπιστήμιο τη δεκαετία του '70 μπορούμε να δίνουμε σήμερα στους μαθητές μας τα θέματα που μας έδιναν εμάς ως μαθητών; Έτσι είναι κυρία Πατάσσω! Δείτε και βρείτε κανένα πιο απλό θέμα. Εκσυγχρονίσου, μανδάμ!

Σάββατο 31 Μαΐου 2008

Ο Δάσκαλος

Αυτή τη φορά, θα πάρω τη σκυτάλη από τον συνιστολόγο μου, θερσίτη, να τρέξω άλλο ένα "ποστ" καλού δρόμου, αφού μου άνοιξε η όρεξη να θυμηθώ κι εγώ ένα παράδειγμα προς μίμηση από το χώρο μας.
Για την ακρίβεια, πρόκειται για ένα δάσκαλο. Παραβιάζω τον κανόνα της ανωνυμίας, δεν έχει νόημα στην περίπτωσή μας ή μάλλον έχει νόημα να παραβιαστεί.
Τον έλεγαν Νίκο Γώγο και ήταν ο δάσκαλος της κόρης μου στη Δευτέρα Δημοτικού.
Εκείνη τη χρονιά, μετακομίσαμε οικογενειακώς σε ένα μικρό νησάκι των Δωδεκανήσων, για να υπηρετήσει ο άνδρας μου την τριετἠ του θητεία στα δυσπρόσιτα σχολεία. Η κόρη μου, χαϊδεμένο μοναχοπαίδι, έκλαιγε κι οδύρονταν που θα έχανε τους φίλους της, τη γιαγιά της, το σπίτι της και όλο το μικρόκοσμό της και τα έβαζε με αυτούς τους "κακούς" που έστειλαν τον μπαμπά της τόσο μακριά. "Μα, γιατί πάμε, θα μας δώσουν πολλά λεφτά;" "Πάντως, θα γυρίσουμε πιο πλούσιοι" Η απάντηση. "Αλήθεια, πώς;", "Πιο πλούσιοι σε φίλους, γιατί εκτός από αυτούς που έχουμε ήδη, θα αποκτήσουμε κι άλλους και θα γίνουμε πλούσιοι σε φίλους" Δεν πολυπείστηκε, αν και επαληθεύτηκα απολύτως, γιατί σε τρία χρόνια, δεν ήθελε να φύγει πια, κι ακόμα διατηρεί επαφή με φίλους της από κει.
Την πρώτη μέρα στο σχολείο την πήγα εγώ. Δεν θα ξεχάσω τη σκηνή. Την ώρα της προσευχής, με είχε αγκαλιάσει από τη μέση, είχε κρύψει το πρόσωπό της πάνω μου και δεν ήθελε να δει άνθρωπο. Και τότε μας πλησίασε ο δάσκαλός της. "Σε περιμέναμε, τα παιδιά έχουν προετοιμάσει υποδοχή, θα κάθεσαι με τη Βαγγελίτσα, άσε τη μαμά, πάμε στην τάξη" Με άφησε αμέσως, χωρίς δεύτερη κουβέντα, και πήγε στην τάξη. Αυτός ο απίστευτος άνθρωπος προετοίμαζε μια βδομάδα τα παιδιά του "για το καινούριο κοριτσάκι που θα μας έρθει από ένα άλλο νησί και δεν θα ξέρει κανέναν εδώ". Εκείνη τη μέρα, όλα είχαν βάλει τα καλά τους, λες και ήταν γιορτή.
Αυτό που συνέβη εκείνη τη χρονιά δεν μπορεί να χωρέσει σε κανένα κείμενο ευσύνοπτο, αρκεί μόνο να πω το σχόλιο της μικρής μου για το μάθημα που έκαναν: "Δεν κάνουμε μάθημα, το παίζουμε το μάθημα" Μια διαρκής γιορτή. Παιχνίδι, τραγούδι, χαρά, σωστή δουλειά, δημιουργικότητα.
Κι όχι μόνο.
Πήγαινα να ρωτήσω πώς πάει και με απόπαιρνε. Το ξέρεις πως πάει καλά, τι ασχολείσαι. Εμένα με απασχολεί η ψυχολογική της κατάσταση, της λείπει ο τόπος της, οι δικοί της, να την βγάζεις έξω, να μιλάτε, όχι μόνο διάβασμα, είναι μελαγχολικό το παιδί ώρες ώρες. Μου μιλούσε σαν να ήταν σοφός γέρος, ενώ ήταν μικρότερός μου και με πολλή μικρότερη εκπαιδευτική και παιδαγωγική εμπειρία, ασφαλώς. Κι εγώ τον άκουγα σαν να ήταν ένας σοφός γέρος.
Τους θυμάμαι τώρα να περνούν όλη η τάξη από τον παραλιακό δρόμο, σε έναν σχολικό περίπατο κι ο δάσκαλος να κρατάει τη μικρή μου από το χεράκι, που έλαμπε από χαρά.
Μια χαρά τα πήγε τελικά, ούτε μελαγχολία ούτε τίποτε, και έμαθε να αγαπάει τη γνώση, το βιβλίο, αλλά και να προσαρμόζεται σε νέα περιβάλλοντα, να ανοίγεται σε καινούριες παρέες, φίλους, τόπους, συνήθειες, χωρίς ανασφάλειες και κολλήματα.
Ξέρω πως το μεγαλύτερο μέρος ευθύνης γι' αυτό το έχει εκείνος ο Δάσκαλος, και μακάρι να εισπράξει με κάποιο τρόπο κι αυτή την εύφημη μνεία, όπως τόσες άλλες. Καλή σου ώρα, συνάδελφε, όπου κι αν είσαι!

Τετάρτη 28 Μαΐου 2008

το λουκουμάκι

Γκρινιάζω συνεχώς για το χάλι της δημόσιας εκπαίδευσης, που έχει καταντήσει πλέον μόνο δημόσια. Σήμερα θα σας μιλήσω για το λουκουμάκι.
Είναι ο τίτλος (τιμής, ασφαλώς) που έχουν δώσει τα παιδιά μου στο Μενίδι σε μια αγαπημένη τους δασκάλα. Άλλα παρατσούκλια της: absolut, κυριούλα κτλ.
Την αγαπούν, γιατί τα νοιάζεται.
Τη λατρεύουν, γιατί το τηλέφωνό της χτυπά κάθε ώρα, όταν ξέρει ή αισθάνεται πως κάποιο παιδί δεν είναι καλά.
Την αγκαλιάζουν από αληθινή χαρά, όταν τη βλέπουν.
Την περικυκλώνουν στο γραφείο της και κουτσομπολεύουν ή συζητούν τα όνειρά τους για το σχολείο μας σπέρνοντας τριγύρω την απόλυτη ζήλια, τον τέλειο φθόνο σε λίγους ευτυχώς δήθεν δασκάλους.
Τη ρωτούν για τα παιδιά της και σκαρώνουν ζωγραφιές και παιχνιδάκια για εκείνα.
Την προσέχουν μην πάθει τίποτε, γιατί η παρουσία της είναι η δύναμή τους.
Σκυθρωπιάζουν όλα, όταν τη βλέπουν λυπημένη και απογοητευμένη.
Βγάζουν τα αιχμηρά δόντια τους, όταν κάποιος δήθεν συνάδελφος παραπονιέται για την αγάπη προς το πρόσωπό της.
Τη λατρεύουν, γιατί γλυκαίνει τη ζωή τους,
γιατί είναι το λουκουμάκι τους.

ΥΓ. Ο τίτλος οφείλεται στην κιμωλία που την κάνει κάτασπρη κάθε μέρα. Είναι όμως πολύ εύστοχος.

Κυριακή 11 Μαΐου 2008

οι γυμνοσάλιαγκες

Αν έχετε ευαίσθητη ψυχή, μη συνεχίσετε το διάβασμα.
Θα περιγράψω ένα είδος "ανθρώπου" που παρασιτεί στο κουφάρι της δημόσιας εκπαίδευσης.
Διορίστηκε κάπου στην επαρχία, έμεινε εκεί λίγο, μέχρι να καταλάβει ότι δεν του ταιριάζει το σχολείο και αυτά τα βρομερά πιτσιρίκια κι έφυγε γρήγορα με απόσπαση "διά τας ανάγκας της υπηρεσίας" προς την Κεντρική Υπηρεσία του ΥΠΕΠΘ. Η μόνη ανάγκη που αντιλαμβάνομαι είναι η σωτηρία των μαθητών του, αλλά η υπηρεσία μάλλον άλλη εννοούσε.
Έμεινε χρόνια στην υπηρεσία, μέχρι να δικτυωθεί και να βρει μια θέση γραφείου σε διεύθυνση.
Αργότερα με καμάρι διηγούνταν: Στο υπουργείο ξυνόμασταν όλοι μαζί. Έπαιρνε κάποιος και ζητούσε τον κ. Τάδε ή ερχόταν και άφηνε μια αίτηση και μόλις έφευγε, την κάναμε σαίτα και στα σκουπίδια.
Παράλληλα ανακατεύτηκε και με την Ιερά Σύνοδο, καθότι βαθύς Χριστιανός. Οι πληροφορίες από μέσα για τα όργια του ενός μητροπολίτη και για τα μαχαιρώματα του άλλου υπέρ του τρίτου συνεχείς και με καμάρι να αναπαράγονται. Και όλα αυτά ασφαλώς με το αζημίωτο. Κι από εδώ και από εκεί εισπράξεις.
Με την τάξη καμία σχέση. ΕΥΤΥΧΩΣ, πρέπει να πούμε.
Αυτά τα ανθρωπάρια βυσσοδομούν και έρποντας γεμίζουν τον τόπο της δημόσιας εκπαίδευσης με τα λοιμωξιογόνα σάλια τους.
Ποιος μπορεί να μην ανακατευτεί; Να μη θυμώσει; να μην τα βροντήξει και να πει:
Άει στο διάολο, επιτέλους!

Πέμπτη 1 Μαΐου 2008

Περί ελευθερίας

(Με αφορμή τις ωραίες ασκήσεις του συνιστολόγου μου για τους μαθητές του)

Πάνε πολλά χρόνια. Μόλις είχε πάρει πτυχίο και δούλευε (και πριν καλά καλά το πάρει) σε φροντιστήριο, διδάσκοντας έκθεση. Το τμήμα ήταν από τα πρώτα σε επίπεδο. Οι μαθητές, της πρώτης δέσμης, ήδη φοιτητές, που ξαναέδιναν την έκθεση, για να περάσουν σε καλύτερη σχολή (έτσι ήταν το σύστημα τότε).
Το θέμα εκείνη τη μέρα ήταν η ελευθερία. Η ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί ήταν εξόχως απορηματική, αφού ο καθένας επιχειρούσε να ορίσει την έννοια με το δικό του τρόπο κι αυτή τους ξέφευγε και ίπτατο ως "άπιαστο πουλί" πάνω από τα κεφάλια τους.
Η καθηγήτρια με το ζήλο και την αυτοπεποίθηση της νεοφώτιστης, όχι μόνο στο επάγγελμα, αλλά κυρίως στο μαρξισμό και στο διαλεκτικό υλισμό, κρυφοχαίρονταν που σε λίγο θα έβγαζε τον άσο από το μανίκι της.
Αρχίζει λοιπόν: Φανταστείτε ένα ψηλό βουνό, ανεβαίνετε μέχρι την κορυφή, κοιτάτε από ψηλά την υπέροχη θέα. Θέλετε να βγάλετε φτερά σαν τα πουλιά και να πετάξετε. Είστε ελεύθεροι να το κάνετε; Όχιιιιι! Γιατί; Θα γκρεμοτσακιστούμε! Τι σόι ελευθερία είναι να γκρεμοτσακίζεσαι; Παρ' όλα αυτά είστε ελεύθεροι να πετάξετε! Πώς; Γνωρίζοντας το νόμο της βαρύτητας, μαθαίνοντας τους νόμους και τις τεχνικές που διέπουν τις πτήσεις, μπορείτε να φτιάξετε μια πτητική μηχανή (από ανεμόπτερο μέχρι αεροπλάνο) και να πετάξετε. Η ελευθερία λοιπόν περνάει από τη γνώση της αναγκαιότητας. Φυσικής και κοινωνικής. Χωρίς αυτή τη γνώση και τη δυνατότητα που δίνει να υπερβούμε τη σιδερένια αναγκαιότητα, θα μείνει πάντα υποδουλωμένη σ' αυτήν. Όπερ έδει δείξαι, που λένε και οι συνάδελφοι μαθηματικοί.
Είχε λογαριάσει χωρίς τον ξενοδόχο. Όπου ξενοδόχος, ένα κοριτσάκι μικροκαμωμένο, αδύνατο, όλο μάτια. Σηκώνει το χέρι. "Και πού το ξέρετε, εσείς κυρία, ότι εγώ δεν είμαι ελεύθερη να πέσω από το βουνό; Πώς καθορίζετε εσείς τι είναι ελευθερία για μένα; Για μένα ελευθερία είναι ακριβώς αυτό, να ανέβω στο βουνό και να πέσω!"
Δεν ήταν απλώς μια μικρή αντιρρησίας που έκανε φιγούρα. Ό,τι έλεγε το εννοούσε απολύτως. Ήταν έτοιμη να ανέβει στο βουνό και να πέσει.
Πάγωσε.
Έχασε τα λόγια της, αυτή η αιωνίως ετοιμόλογη.
Ευτυχώς την έσωσε το κουδούνι.
Στο σχόλασμα η μικρή την πρόλαβε έξω στο δρόμο. "Συγνώμη, δεν ήθελα να σας φέρω σε δύσκολη θέση, όμως...αυτό που σας είπα το εννοώ."
Ήταν η αρχή μιας ωραίας φιλίας που κρατάει ακόμα. Το κοριτσάκι εκείνο, που τώρα έχει μια λαμπρή επιστημονική σταδιοδρομία και την έχει καμαρώσει σαν γύφτικο σκεπάρνι πολλές φορές, τότε είχε βρεθεί να δοκιμάζει τα όρια μιας ελευθερίας "χωρίς δίκτυ ασφαλείας", που η βολεμένη καθηγήτρια ούτε να φανταστεί δεν μπορούσε. Γιατί η ζωή είναι πολύ πιο σκληρή και αποτελεσματική δασκάλα και στο τι είναι τελικά ελευθερία.
Χάθηκαν για χρόνια κι όταν ξαναβρέθηκαν "τυχαία", ήταν τότε που κι αυτή πια ήταν έτοιμη να κάνει εκείνη την πτήση, χωρίς δίκτυ ασφαλείας, από το δικό της βουνό.

Παρασκευή 18 Απριλίου 2008

Μη κρίνετε ίνα μη...

Ο Σύλλογος αυτός ήταν μια ευτυχής συγκυρία. Πολλοί νέοι άνθρωποι,γεμάτοι αγάπη για τους μαθητές τους, με όρεξη για δουλειά, με ιδέες ωραίες και πρωτοβουλίες. Το σχολείο έγινε ένας χώρος δημιουργίας, μάθησης, χαράς. Κανένας από όσους το έζησαν δεν το "ξεπέρασε" ποτέ και πάντα, όταν βρεθούν μαθητές και καθηγητές, πέφτουν σε... βαριά νοσταλγία των ευτυχισμένων εκείνων ημερών.
Με μόνο μία...παραφωνία.
Το μαύρο προβατάκι μας τότε ήταν μια νεαρή φιλόλογος, που δεν φαίνονταν να ταιριάζει με το κλίμα. Ούτε στις συζητήσεις λάβαινε μέρος, ούτε στις προωθημένες παιδαγωγικές καινοτομίες, ούτε ακούσαμε ποτέ από αυτήν κάτι ενδιαφέρον. Έμοιαζε να την αφορά πιο πολύ η μόδα και η διασκέδαση από το σχολείο. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι μια φορά που ξιφουλκούσα κατά της παπαγαλίας γύρισε και μου είπε: "Εγώ τι να πω; Με παπαγαλία μπήκα στο πανεπιστήμιο, με παπαγαλία τέλειωσα και τώρα παπαγαλίζω για να κάνω μάθημα!"
Την συμπαθούσα πολύ, ήταν πολύ ζεστός άνθρωπος, αλλά δεν την είχα σε καμία υπόληψη ως συνάδελφο, ομολογώ.
Πέρασαν πολλά χρόνια, πάνω από δέκα.
Μια μέρα καθόμουν με μια μαθήτρια εκείνου του καιρού, με την οποία πια είχαμε γίνει φίλες, αφού δεν είχαμε και μεγάλη διαφορά ηλικίας, και λέγαμε για τα παλιά. Τι μου είπε λοιπόν; "Όσοι μπαίνατε τότε στην τάξη μας ήσασταν πολύ καλοί καθηγητές, ο ένας καλύτερος από τον άλλο, αλλά μία ξεχώριζε. Η τάδε!" Έμεινα έκπληκτη, μόνο αυτό το όνομα δεν περίμενα να ακούσω. Το μαύρο προβατάκι μας έπαιρνε την εκδίκησή του δέκα χρόνια μετά.
"Ναι, ήταν η καλύτερη. Κρεμόμασταν από τα χείλη της. Διηγούνταν υπέροχα, μας εξηγούσε και τα πιο δύσκολα, μας άκουγε με προσοχή, δεν θέλαμε να τελειώσει το μάθημα!"
Ποτέ δεν θα το φανταζόμουν αυτό και σίγουρα κανένας δεν θα μπορούσε. Έξω από το "χορό" της τάξης πολλά τραγούδια ξέρουμε όλοι. Τελικά κανένας δεν ξέρει τι συμβαίνει εκεί, αν δεν μπει να "χορέψει". Μεγάλο μάθημα και μεγάλο συγνώμη για την άξια συνάδελφο, έστω και με τόση καθυστέρηση.

Σάββατο 5 Απριλίου 2008

Το πιο βαρύ φορτίο

Σε μέρη μικρά και απομακρυσμένα, το σχολείο δεν είναι μόνο φορέας εκπαίδευσης και παιδείας, αλλά κυρίως και πρώτιστα, χώρος κοινωνικοποίησης και αποτρεπτικό της απομόνωσης και της περιθωριοποίησης για τα νέα παιδιά, που ζουν πολλές φορές μακριά από τις κωμοπόλεις, μόνα τους σε ένα χωριουδάκι.
Αυτή ήταν η περίπτωση της Μ. Ζούσε σε ένα ορεινό χωριουδάκι, το πιο απομακρυσμένο της περιοχής, είχε τελειώσει μονοθέσιο δημοτικό και μας ήρθε στο Γυμνάσιο σε απελπιστική κατάσταση. Τώρα πια μπορούμε να το ορίσουμε ως κοινωνική καθυστέρηση, τότε όμως μόνο το ουσιαστικό ξέραμε, όχι τον επιθετικό προσδιορισμό.
Τελοσπάντων, με τα χίλια ζόρια και με πολλή αγάπη και υποστήριξη, κατάφερε κάποια στιγμή να τελειώσει το γυμνάσιο η Μ. Επειδή ήμασταν γυμνάσιο με λυκειακές τάξεις, συνέχιζαν οι μαθητές μας να είναι μαζί μας και στο λύκειο.
Μόλις πήρε το απολυτήριο, η μαμά της λοιπόν μας βρήκε όλους στο γραφείο και μας είπε: "Η Μ θέλει να έρθει και στο λύκειο. Σας αγαπάει όλους πολύ."
Λες και έπεσε βόμβα! Σχεδόν εν χορώ της απαντήσαμε όλοι: "Μα, πώς θα γίνει αυτό; Εδώ ξέρετε τι αγώνας έγινε για να τελειώσει το γυμνάσιο. Τι θα κάνει στο λύκειο, που είναι δύσκολα και εμείς προχωράμε με πιο εντατικό ρυθμό; Καλύτερα να μάθει μια τέχνη, να πάει σε μια επαγγελματική σχολή!"
Είχαμε την πετριά του νεοφώτιστου...φροντιστή όλοι. Πώς θα ετοιμάσουμε τα αλογάκια μας για την κούρσα των πανελληνίων, πώς θα δικαιωθούμε ως καλοί καθηγητές. Τώρα, ένα αλογάκι κουτσό μας ήτανε εμπόδιο, όσο να πεις.
Κανείς εχέφρων δεν βρέθηκε να μας πει, "αφήστε την να είναι μαζί σας 3 χρόνια ακόμη, τι θα σας κάνει με την παρουσία της; Θα πέσει έξω η Μεγάλη του Γένους Σχολή;"
Η Μ δεν ήρθε κι εμείς βαυκαλιζόμασταν με την ιδέα ότι την πήγαν στην Αθήνα σε καμιά σχολή, οι φτωχοί αγρότες γονείς της. Κούνια που μας κούναγε!
Την είδα σε λίγους μήνες στην κωμόπολη. Ήταν τουλάχιστον 10 κιλά πιο παχιά, με κατεβασμένο κεφάλι, ατημέλητη, με χαμένο βλέμμα.
Φαίνονταν σχεδόν να μη με γνωρίζει, μου μίλησε μουδιασμένα.
Εκείνη τη στιγμή ήξερα ότι αυτό θα με συνοδεύει ασήκωτο σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Το απιθώνω για λίγο εδώ, αλλά μόνο για λίγο.

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2008

ο εφιάλτης του εκπαιδευτικού

Όποιος ισχυριστεί πως υπάρχει κακό παιδί, κακός χαρακτήρας, θα έχει διαπράξει ολίσθημα. Κανένα παιδί δε γεννιέται κακό. Μπορεί όμως ορισμένες φορές να εμφανίζεται συμπεριφορά ενός σχολικού τμήματος που να θυμίζει κακά παιδιά, κακούς χαρακτήρες. Και σε αυτήν όμως την περίπτωση τα μεμονωμένα παιδιά είναι καλής πάστας, αλλά απαράδεκτης συμπεριφοράς ως σύνολο.
Ποιος ευθύνεται για μια τέτοια συμπεριφορά; Ας δούμε ένα παράδειγμα, για να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας.
Μαζεύτηκαν κάποτε από το χέρι της θεάς τύχης μερικά παιδιά φτωχικών, μέσων και ελάχιστων υψηλότερων οικονομικά οικογενειών σε ένα τμήμα, ας το ονομάσουμε Α5. Λίγο η εξάρτηση από την τηλεόραση, λίγο οι αποσαθρωμένες οικογένειες, λίγο η εφηβική επανάσταση συνέβαλαν, ώστε το τμήμα αυτό να αποκλίνει από τη συμπεριφορά που θα ήθελαν οι γονείς των μαθητών και ίσως ο σύλλογος διδασκόντων του σχολείου τους.
Τα πρώτα σύννεφα δεν άργησαν να φανούν. Και δεν εννοούμε ασφαλώς ότι μείωσαν την προθυμία και τη διάθεσή τους για διάβασμα. Εννοούμε ότι γρήγορα από την αδιαφορία για το μάθημα πέρασαν στην εμφάνιση μιας έντονα προβληματικής συμπεριφοράς με αυθάδεια, απουσίες, φασαρία κατά την ώρα του μαθήματος και ανόητες πράξεις που ταίριαζαν μάλλον σε προνήπια παρά σε λυκειόπαιδα.
Πώς αντιμετωπίστηκε το πρόβλημα;
Θα σας περιγράψω τι δεν έγινε.
α) Κανείς γονιός δεν ενημερώθηκε ότι το παιδί του αδιαφορεί για το σχολείο.
β) Κανένα παιδί δε διώχτηκε από το σχολείο.
γ) Σχεδόν κανένα παιδί δεν έμεινε στην ίδια τάξη ως αποτέλεσμα της αδιαφορίας του για το μάθημα και το σχολείο.
δ) Καμία εκδρομή δεν έχασε ούτε ένας μαθητής.
ε) Κανένας μαθητής δεν πήρε μείωση διαγωγής.
στ) Κανένας γονιός δε σταμάτησε να πληρώνει φροντιστηριακά μαθήματα ή ιδιαίτερα για το γόνο του που τεμπέλιαζε.
Πέρασαν λοιπόν τα χρόνια και το Α5 έγινε Β5 και ακολούθως Γ5. Τα προβλήματα στη συμπεριφορά των "μαθητών" συνέχισαν να μεγαλώνουν. Η συμπεριφορά του σχολείου εξακολούθησε να είναι ανοχή, ανοχή, ανοχή. Τα προσχήματα πολλά, αλλά η στάση ίδια.
Σιγά-σιγά όμως αυτή η συμπεριφορά επεκτάθηκε και παγιώθηκε και στα άλλα τμήματα και στις άλλες τάξεις με αποτέλεσμα οι συνθήκες διδασκαλίας των διδασκόντων, αυτών τουλάχιστον που ήθελαν να προσφέρουν, να καταστούν απαράδεκτες. Ακόμη η εικόνα αυτής της ασυδοσίας έγινε γνωστή και έξω από το σχολείο με αποτέλεσμα όλα τα μπουμπούκια της ευρύτερης περιοχής να επιθυμούν να σπουδάσουν στο συγκεκριμένο σχολείο.
Οι διδάσκοντες πλέον του σχολείου παίρνουν ψυχοφάρμακα ή ζητούν να αλλάξουν σχολείο.
Ποιος ευθύνεται για αυτήν την κατάσταση;
Οι διδάσκοντες, βέβαια, που φοβήθηκαν να στερήσουν ορισμένα "αγαθά" από τα μπουμπούκια που άφησαν να ανθίσουν στον κόρφο τους.
Ας πρόσεχαν και ας κάνουν υπομονή. Η σύνταξη πλησιάζει.

Κυριακή 16 Μαρτίου 2008

Η αποβολή

Δεν ήταν και το πιο ήσυχο παιδί του σχολείου. Της άρεσαν τα πειράγματα, οι πλάκες, οι φάρσες. Όταν βαριόταν το μάθημα, εκεί στο τελευταίο θρανίο, είχε όλα τα εφόδια, ένα μικρό ραδιάκι, μια τράπουλα, αμυγδαλάκια-φουντουκάκια, και όταν αυτά δεν αρκούσαν, άφηναν τις τσάντες με την υπόλοιπη παλιοπαρέα, έπαιρναν το λεωφορείο και πήγαιναν τουρισμό στα χωριά γύρω από τη Χώρα. Μια φορά είχαν αποσώσει στο νεκροταφείο να περιεργάζονται τα μνήματα με τις ωραίες επιτύμβιες πλάκες και να σχολιάζουν με το υπέροχο θράσος της εφηβείας που δεν ψηφά θανάτους και τέτοια πεζά.
Κανονικά, θα έπρεπε να είχε πάρει 10 αποβολές, αλλά κάπως τα κατάφερνε να τη βγάζει καθαρή. Είναι που ήταν η καλή μαθήτρια ή που έδειχνε καλό κορίτσι υπεράνω υποψίας;
Μακάρι να έπαιρνε μια τέτοια αποβολή να έχει κάτι να θυμάται από τις νεανικές της τρέλες.
Η νέμεσις όμως ήρθε στο πρόσωπο ενός γέρου με κόκκινα σαν βαμμένα μαλλιά, κοντού και κοκαλιάρη, με απαίσιο χαμόγελο- μάσκα που άφηνε κάτι δόντια χρυσά και κίτρινα να σε φοβερίζουν με δική τους θαρρείς πρωτοβουλία. Αυτό το οντάριο, τον Γενικό Επιθεωρητή, το έτρεμαν όλοι, μαθητές και καθηγητές, ακόμα κι ο Λυκειάρχης, ο αυστηρός μεν, εξαιρετικός δε φιλόλογος, που τους είχε αρχαία. (Τα αρχαία τα λάτρευε και ήξερε ότι ήταν η αγαπημένη του μαθήτρια, αν και ήταν φειδωλός και στα λόγια και στους βαθμούς.)
Ο Επιθεωρητής δεν μπήκε στην ώρα του Λυκειάρχη, μπήκε στην ώρα της ιστορίας με κάποιον άλλο καθηγητή, που ήταν τρομοκρατημένος και μετέδιδε απόλυτα τον τρόμο του και στα παιδιά. Πού να τολμήσεις έστω να κοιτάξεις το διπλανό σου, δεν αναπνέαμε καν!
Εκείνη είχε συνάχι και συνεχώς σκούπιζε τη μύτη της που έτρεχε, όταν ακούει: "Δεσποινίς, περάστε έξω!" Το κίτρινο ανθρωπάκι την κοίταζε ανέκφραστο και νόμιζε ότι σταμάτησε ο χρόνος. Πήγε να ρωτήσει γιατί και σκόνταψε πάλι πάνω στο απολιθωμένο πρόσωπο:"Έξω!" Δεν θυμάται πώς βγήκε, πού πήγε, τι σκεπτόταν. Έμεινε μόνο η συνάντηση με το παράλογο, το παράλογα άδικο. Κανείς δεν είχε καταλάβει τι συνέβη, μα πίστευαν πως πάει τέλειωσε.
Λάθος!
Μόλις έφυγε ο Επιθεωρητής-ο θρασύδειλος-άφησε εντολή να αποβληθεί για 4 ή 5 μέρες-εδώ έχει κενό η μνήμη. Ήρθε ο Λυκειάρχης κατάχλωμος στην τάξη και το ανακοίνωσε: Είπε: "Μας άφησε εντολή να σε αποβάλουμε, γιατί γέλασες!" κανένα σχόλιο, κανένα ηθικοπλαστικό κήρυγμα, νουθεσίες και απειλές όπως συνηθίζονταν τότε.
Εκεί είναι που έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της. Ποτέ άλλοτε τόσα χρόνια, δεν θυμάται να γεύτηκε τόσο πικρή αδικία, να ένιωσε τόσο ανίσχυρη, ανυπεράσπιστη.
Πήγε στο χωριό της στη μάνα της με τα κλάματα , αλλά εκείνη, που έπλενε στη βρύση του χωριού, την έστρωσε κατευθείαν σε μια τρικούβερτη μπουγάδα και ήταν η καλύτερη παρηγοριά που μπορούσε να της δώσει.
Όταν γύρισε στο σχολείο, έμαθε τι είχε συμβεί. Οι συμμαθητές της έκαναν αποχή με τη βοήθεια των καθηγητών τους "μέχρι ο μαθηματικός, ο κέρβερος, μας έδωσε την ώρα να μαζέψουμε υπογραφές" και ο Λυκειάρχης, κι αυτός άλλο που δεν ήθελε, πήρε πίσω την αποβολή και δεν επηρέασε διαγωγή κλπ (ήταν τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια και το κλίμα στα σχολεία δεν ήταν και πολύ διαφορετικό από τη χούντα)
Το περίεργο είναι ότι υπήρξε και "δικαίωση":
Ο Επιθεωρητής ξαναήλθε, στο τέλος της χρονιάς, στην Αντιγόνη, που έκαναν με τον Λυκειάρχη. Ήταν μία ρεβάνς του καθηγητή της γιατί όλο δύσκολα τη ρώταγε και κάθε που απαντούσε γελούσαν και τα μουστάκια του.
Στο τέλος τη φώναξαν στο γραφείο και ο Επιθεωρητής της ζήτησε συγνώμη!
Θυμάται ότι το μόνο που ήθελε ήταν να του ρίξει μπουνιά στη μούρη ή να βάλει τα κλάματα.
Δεν έκανε τίποτε από τα δύο.
Απλώς, δεν μίλησε. Κοίταγε αυτά τα σιχαμερά χαρακτηριστικά σαν να ήθελε να τα καταγράψει ανεξίτηλα μέσα της και το κατάφερε. Κάθε φορά που δεν είναι βέβαιη για κάτι, κάθε φορά που ασκεί εξουσία σε κάποιον αδύνατο, θυμάται αυτό το πέτρινο πρόσωπο και επιτρέπει στην αμφιβολία να διώξει τη βεβαιότητα.

Παρασκευή 29 Φεβρουαρίου 2008

Η επιστροφή της ασώτου.

Σε ένα μικρό σχολείο σε απομακρυσμένη περιοχή, πολλά πράγματα αλλάζουν. Δεν υπάρχει γυμνάσιο, λύκειο ως χωριστό σχολείο, αλλά γυμνάσιο με λυκειακές τάξεις και μπορεί να διδάσκεις από την Α΄γυμνασίου, μέχρι την Γ'λυκείου, προσαρμόζοντας ανάλογα τη μέθοδό σου και το λόγο σου, σαν επιδέξιος ισορροπιστής σε τεντωμένο σκοινί. Κάθε πτώση...στα κεφάλια των παιδιών.
Για μια και μοναδική φορά, συνέβη να έχω την ίδια τάξη από την Πρώτη γυμνασίου, μέχρι την Τρίτη λυκείου. Έξι ολόκληρα χρόνια μαζί! Μια υπέροχη τάξη, που κατάφερε να μη με βαρεθεί για 6 χρόνια, που κατάφερε να έχουμε την πιο ουσιαστική σχέση που είχα ποτέ με μαθητές, να καταργήσουμε κάθε τυπική απόσταση, χωρίς να χάσουμε την παιδαγωγό απόσταση και τους ρόλους. Φτάσαμε στο σημείο να τους ζητώ να μου διαβάσουν προσωπικά κείμενα (έγραφαν πολύ αυτά τα παιδιά) και να μου ζητάνε κι εκείνα το ίδιο, σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
Μπορώ να πω ότι ήταν πνευματικά παιδιά μου πια και όχι μαθητές. Μη φανταστείτε ότι με είχαν αγιοποιήσει, κάθε άλλο, και κριτική μου έκαναν και καλοπροαίρετα πειράγματα, με κάθε ευκαιρία. Η δουλειά δουλειά όμως, ακόμα και στις καταλήψεις εκείνες επί Κοντογιαννόπουλου, που τους παραφύλαγαν οι τραμπούκοι να τους δείρουν και κοιμόντουσαν μέσα στο σχολείο, πήγα εγώ απέξω κι αντί άλλης συμπαράστασης σήκωσα την παλάμη και τους έδειξα τα δάχτυλα. Κυρία, γιατί μας μουντζώνετε; Δεν σας μουτζώνω βρε σεις, 5 εκθέσεις θέλω από τα θέματα που έχετε, κάθεστε που κάθεστε εκεί... Τις έφεραν όλοι!
Κι όμως...
Αυτή η τάξη, η πιο αγαπημένη μου, μου επιφύλαξε τις δύο πιο μεγάλες στενοχώριες της επαγγελματικής μου πορείας, την τελευταία χρονιά. Για τη μία θα σας πω σήμερα. Όχι, δεν είναι αυτό που φαντάζεστε, δεν έχει να κάνει με την επιτυχία στις εξετάσεις.

Η καλύτερή μου μαθήτρια δεν πήγε να δώσει πανελλήνιες!
Πώς είναι να ξεχωρίζει ένα παιδί μέσα σ' αυτή την εξαιρετική τάξη; Τι είναι αυτό το παιδί; Όλα όσα επιδιώκουμε μέσα από αυτή την έρμη την παιδεία τα είχε αυτή η κοπέλα, γνώση, ευστροφία, κρίση, ήθος, λόγο, καλλιέργεια...
Δεν είχε όμως αρκετά ικανή καθηγήτρια να καταλάβει τι γίνονταν στο σπίτι της. Πόσο την επηρέαζαν αυτά που γίνονταν. Μοναχοπαίδι, με μεγάλους σε ηλικία γονείς. Το μόνο σύμπτωμα που είχα διαγνώσει ήταν η έλλειψη ενδιαφέροντος και ενθουσιασμού για τις επιδόσεις της από τη μάνα. Μετά έμαθα ότι το μότο της ήταν:"Εμείς είμαστε τώρα για περέτια (υπηρέτια), πού θα την αφήσουμε να πάει;"
Δεν πήγε!
Το έμαθα την επομένη.
Μου ήρθε σκοτοδίνη. Της το χρέωσα: "πώς το έκανε αυτό, γιατί δεν μου είπε τίποτα, πώς παραιτήθηκε έτσι από τα όνειρά της, πώς θα ζήσει έτσι τώρα;"
Δεν τη ρώτησα ποτέ, ήμουν κι εγώ μικρή, θύμωσα λες και μου στέρησε κάτι που μου ανήκε, λες και το αλογάκι μου εγκατέλειψε την κούρσα στο παραπέντε.
Της μίλαγα φιλικά μεν, τυπικά δε, για πολλά χρόνια, το ίδιο κι εκείνη.
Μετά από πολλά χρόνια, συναντηθήκαμε στο καράβι, παραμονές του γάμου της. Μιλήσαμε 3 ώρες. "Τουλάχιστον, δεν πήγες να παντρευτείς αμέσως μετά το σχολείο, όπως φοβόμουν, κι όσο το καθυστερούσες, έλεγα εντάξει, δεν έχει παραδοθεί ολωσδιόλου" Δεν άντεξα της το είπα.
Τότε έμαθα για τον αγώνα της, για τα όσα πέρασε τότε και μετά, για το ότι ήξερε πόσο με απογοήτευσε και πόσο θα ήθελα να το έχει παλέψει, να έχει κάνει κάτι, να έχει αντισταθεί. Κι ότι απλά, δεν μπόρεσε να πάει κόντρα στους γονείς της.
Κι όμως ήταν το ίδιο παιδί, με τα ίδια χαρίσματα, διάβαζε, έχτιζε ωραίες φιλίες, μακριά από τις συμβατικές του περιβάλλοντός της, βρήκε έναν αξιόλογο σύντροφο κι όχι όποιον της προξένευαν άρον άρον, είχε τον ίδιο ωραίο λόγο, την ίδια ωραία ψυχή.
Μου είχε συγχωρέσει και την απόσταση, την αποδοκιμασία, με καταλάβαινε περισσότερο από ό,τι εγώ εκείνη.
Η επιστροφή της...ασώτου ήταν λίγο αντεστραμμένη αυτή τη φορά...

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

κτηνωδία και ανθρωπιά

«Είσαι απ’ τους καλύτερους μαθητές της θεωρητικής.

Σου εύχομαι να γίνεις γιατρός!»

Ζώμεν αναντιρρήτως ασπαίροντες βίον θάλλοντα και γέμοντα ευωδών ανθέων. Ο λόγος γίγνεται περί διδασκόντων τινών -και διδασκουσών βεβαίως. Παλινδρομούντες ούν επανακάμπτομεν εις τον παμμεγέθη λειμώνα μαργαρίτων τε και λοιπών ανθέων όντινα παρέχει ημίν αφειδώς η υψηλοτάτη καθηγήτρια, ήτις δηλοί ταπεινώ τω τρόπω: -Εγώ άπαντα γιγνώσκω. Ταύτης έστιν και η προκειμένη ωσεί προμετωπίς ρήσις, ήντινα εξεστόμισεν αφόβως εις μαθητήν τινά ουδόλως πταίσαντα κατά τι.

Κάποτε ο ας πούμε Αντρέας, Αλβανός την καταγωγή και με πολλά οικογενειακά προβλήματα μαθητής, επανελάμβανε για δεύτερη ή τρίτη φορά την τρίτη γυμνασίου. Όπως γίνεται αντιληπτό, είχε όλες τις ατυχίες μαζεμένες πάνω του. Οι μαθητές του σχολείου βέβαια -και περισσότερο οι μαθήτριες- τον εξέλεξαν στο 15μελές και εξελέγη και πρόεδρος του 15μελούς. Τα εγκεφαλικά επεισόδια δεν άργησαν να εμφανιστούν στη συμπαθή τάξη των κυρίων διδασκόντων:

-Ακούς εκεί! Ένας Αλβανός, πρόεδρος στο 15μελές και μάλιστα ο Αντρέας! Πού ζούμε, κύριοι συνάδελφοι; Στην Αλβανία;

Μπήκε λοιπόν ακόμη περισσότερο στο μάτι του ευαγούς ιδρύματος ο Αντρέας. Οι ωριαίες αποβολές ρίχνονταν στην κεφαλή του για οτιδήποτε γινόταν ή δε γινόταν μέσα στην τάξη του και στο σχολείο. Και όχι μόνο.

Κάποια μέρα ωρυόμενη η πάνσοφος διδάσκουσα εισέβαλε στο χώρο του γυμνασίου κραυγάζουσα:

-Ο βρωμοαλβανός ο Αντρέας είναι έξω από το σχολείο και καπνίζει προκλητικά! Να τιμωρηθεί αμέσως!

Ήταν ο πρώτος ή ο τελευταίος μαθητής που καθημερινά καπνίζει στο σχολείο; σκέφτηκα κουνώντας το κεφάλι.

Πήγα να τον βρω, για να απολογηθεί, αλλά και για να τον επιπλήξω κατά μόνας, γιατί αν και πρόεδρος του 15μελούς φέρθηκε με τρόπο που προκάλεσε πρόβλημα. Το όποιο πρόβλημα. Τον βρήκα αμέριμνο να μιλά με τους συμμαθητές του στην αυλή και του μετέφερα το συμβάν, όπως το είχα ακούσει.

Ο Αντρέας έμεινε άλαλος για λίγο και έπειτα μου είπε:

-Μα, δάσκαλε, εγώ είμαι αθλητής. Δεν έχω βάλει στο στόμα μου ποτέ τσιγάρο. Τι είναι αυτά που λέτε;

Το συμβάν έληξε χωρί τιμωρία. Το κυνηγητό όμως κατά του Αντρέα συνεχίστηκε με ομόθυμη διάθεση από την πλειοψηφία των καθηγητών. Βοηθούντος και ενός σοβαρού προβλήματος από το σπίτι άρχισε να απουσιάζει συχνά, μέχρι που ξεπέρασε τις απουσίες που δικαιούνταν χωρίς συνέπειες.

Συνέχισε να έρχεται στο σχολείο αραιά πλέον. Προσπάθησα να τον πείσω ότι έπρεπε να συνεχίσει, παρ' όλο που δεν τον είχα ποτέ μαθητή σε δική μου τάξη. Μόνο στα διαλείμματα του μιλούσα. Πάντα μου μιλούσε με εξαιρετική ευγένεια και με σεβασμό που θα τον ζήλευε ο καθένας. Μετά από ένα μεγάλο διάστημα απουσίας επανέκαμψε και αμέσως τον πλησίασα, για να τον επιπλήξω για την εξαφάνισή του. Τότε μου είπε και με έκανε να ντραπώ και να νιώσω υπερήφανος ταυτόχρονα:

-Κύριε, αν δεν ήσασταν εσείς και η κ. Π. στο σχολείο, δε θα ξαναρχόμουν. Για σας τους δύο έρχομαι ακόμη.

Έπειτα από δύο χρόνια τον συνάντησα ένα βράδυ στην περιοχή. Το χαμόγελό του και τα λόγια του ήταν για μένα η καλύτερη αμοιβή για ό,τι προσπαθώ να προσφέρω. Έχει ακολουθήσει νυχτερινό τεχνικό λύκειο και δουλεύει τα πρωινά.

Ο Αντρέας έχει βρει το δρόμο του. Παρά τις λυσασμένες προσπάθειες να χαθεί και να καταστραφεί. Ποιων; Αυτών που θα έπρεπε να τον στηρίζουν.



Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2008

Η αντιμετώπιση της δυσλεξίας και της θρασυδειλίας.

Τον θυμάμαι συμμαθητή στο δημοτικό σχολείο. Ο Μιχάλης ήταν συμμαθητής όλων ανεξαρτήτως ηλικίας. Έμενε 2 χρόνια σε κάθε τάξη, στην Έκτη πια ήταν κοτζάμ άνδρας, ξεχώριζε σαν γίγαντας μέσα σε νάνους. Ένας γίγαντας βασανισμένος σαν τον Ιησού Χριστό. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το μαρτύριό του. Μόλις του έλεγε ο δάσκαλος να διαβάσει και άρχιζε να συλλαβίζει σαν πρωτάκι, άρχιζε και το ξύλο με το χάρακα. Οι δάσκαλοι εκείνοι, παπάς και παπαδιά, δεν περιορίζονταν σ' αυτό το ξύλο το...κλασικό. Ασκούσαν στα μικρά κορμάκια κάθε σωματική κακοποίηση που θα τη ζήλευαν και οι γκεσταπίτες. Ξύλο στο επάνω μέρος του χεριού, ξύλο στις γυμνές πατούσες (φάλαγγα), σήκωμα από τις φαβορίτες στον αέρα, μέχρι φτύσιμο μέσα στο στόμα είχαν κάνει σε παιδιά. Ο Μιχάλης πρέπει να είχε υποστεί την πιο άγρια κακοποίηση απ' όλους γιατί έμεινε περισσότερο στα νύχια τους. Σήμερα σίγουρα θα είχε διαγνωστεί ως δυσλεξικός, γιατί η μόνη του δυσκολία ήταν στην ανάγνωση και τη γραφή, κατά τα άλλα ήταν ένα απολύτως φυσιολογικό παιδί. Θυμάμαι πόσο υπέφερα εγώ ένα προνομιούχο παιδί (κορίτσι και καλή μαθήτρια, ιδανικός συνδυασμός) να τον βλέπω έτσι. Να σφίγγεται το στομάχι μου, να θέλω να φωνάξω, να κλάψω κι όχι μόνο να μην τολμώ, αλλά να μην ξέρω αν αυτό ήταν σωστό, αφού οι δάσκαλοι ακόμα δεν είχαν ξεπέσει στα μάτια μου.
Ο Μιχάλης μόλις τέλειωσε το δημοτικό, έφυγε στην Αμερική και χάθηκε. Ποτέ δεν τον ξαναείδα. Ποτέ δεν ξαναήρθε στο νησί. Άραγε κατάφερε να ξεπεράσει την οδυνηρή αυτή σχολική εμπειρία; Μπόρεσε να γίνει ένας κανονικός άνθρωπος, να δουλέψει, να δημιουργήσει, να αγαπήσει;
Μακάρι να μπορούσε να μάθει ότι κάποιος πήρε εκδίκηση. Κάποιος μικρούλης, μια σταλιά παιδάκι, αδύνατο και νευρικό. Μια μέρα με φώναξαν στην τάξη του (είχε δασκάλα την παπαδιά, που δίδασκε τις πρώτες τάξεις) να τον δω που θα τιμωρούνταν, γιατί ήταν αδιάβαστος. Ήταν μια "τιμωρία" για τη μεγάλη του αδελφή να δει το αδερφάκι της να το δέρνουν, για να συμμορφωθούν οικογενειακώς. Βγήκα από την τάξη μου και τον βρήκα στο διάδρομο να τον σέρνει από τις μασχάλες εκείνη, για να τον φέρει στον παπά, που ήταν πιο χειροδύναμος, γιατί κουράζονταν να δέρνει μόνη της.
Και τότε της ξεφεύγει, γυρνάει και με όλη του τη δύναμη (την είχα υποστεί κι εγώ στους καυγάδες μας), άρχισε να την κλωτσάει στην κοιλιά! Πολλές φορές! Θυμάμαι τον πανικό μου. Πάει! Τώρα θα τον διώξουν από το σχολείο, θα τον κλείσουν φυλακή.
Τίποτε απ' αυτά!
Σαν να μην έγινε τίποτα!
Τον άφησαν στην ησυχία του όλα τα υπόλοιπα χρόνια κι ας μην άνοιγε βιβλίο.
Ακόμα μου φαίνεται απίστευτο.
Αχ, να το ήξερε ο Μιχάλης, πόσο πόνο θα είχε γλιτώσει!

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008

το μονοθέσιο

Στο "δάσκαλό" μου, τον Τσαρομανόλη

Πόσοι αλήθεια αδιόριστοι εκπαιδευτικοί δεν ονειρεύονται την τοποθέτησή τους σε ένα σχολείο, έστω μονοθέσιο, προκειμένου να υλοποιήσουν τα όνειρά τους να βοηθήσουν τα μικρά χωριατόπαιδα να γνωρίσουν τον κόσμο και τον πολιτισμό; Και πραγματικά πολλοί από αυτούς προσφέρουν αφειδώς τον καλύτερο εαυτό τους και σημαδεύουν με το έργο τους τα μικρά κλωσσόπουλα των δημοτικών σχολείων της επαρχίας.
Υπάρχουν όμως και οι αντίθετες περιπτώσεις. Οι περιπτώσεις των δασκάλων, του δασκάλου συγκεκριμένα που είχε ένα μαθητή και έπρεπε να διαπαιδαγωγήσει και να μορφώσει αυτόν τον ένα μαθητή. Μπορεί να φανταστεί κανείς πόσο τυχερός είναι ένας τέτοιος μαθητής μέσα στην ατυχία του βεβαίως να είναι μόνος στο σχολείο, χωρίς συμμαθητές για παιχνίδι, διάλογο κτλ.
Κι όμως στην περίπτωση του χωριού μας ο δάσκαλος, γιος του πρώην προέδρου της κοινότητας και αδελφός του τελευταίου προέδρου, κατόρθωσε να αφήσει το Γιαννάκη εντελώς αμόρφωτο. Έξι χρόνια δεν κατόρθωσε να του μεταδώσει τίποτε άλλο πέρα από την απέχθεια προς το σχολείο και το μίσος προς τους δασκάλους.
Να πώς: Πρωί πρωί ο δάσκαλος ερχόταν στο χωριό από τη Χώρα, πήγαινε στο καφενείο να πιει τον καφέ του και έπειτα στο σχολείο με το Γιαννάκη. Έβαζε το μικρό να μαζέψει κανένα χορταρικό κι εκείνος άρχιζε τα τηλεφωνήματα στην Αθήνα και οπουδήποτε αλλού είχε συγγενείς ή φίλους.
Σε δυο ώρες, όταν τέλειωνε τα τηλεφωνήματα, το σχολείο σχόλαγε και ο Γιαννάκης παρέδιδε τα χόρτα, τις ντομάτες ή τα κολοκυθάκια και έφευγε ανακουφισμένος για το σπίτι του ή για την πλάτσα.
Η μόνη αμοιβή που πήρε αυτός ο αχαρακτήριστος δάσκαλος ήταν ότι κατόρθωσε να καταργηθεί το μονοθέσιο και το σχολικό κτίριο να χρησιμοποιείται πλέον μια φορά το χρόνο για τον ετήσιο χορό του Συλλόγου των εν Αθήναις συγχωριανών.
Πόσα άλλα μονοθέσια άραγε θα κλείσουν έτσι άδοξα; Πόσα παιδιά θα μείνουν αφώτιστα; Πόσα χωριά θα δουν τα νιάτα τους να ξενιτεύονται από τα μικρά τους χρόνια για να σπουδάσουν;

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2008

Αποκριάτικο.

Στο νησί μου οι απόκριες δεν μοιάζουν με τα καρναβάλια. Έχουν έναν χαρακτήρα διονυσιακό, αριστοφανικό, θα έλεγα. Οι άνθρωποι μεταμφιέζονται πρόχειρα με ό,τι βρουν και ξεφεύγουν από τον καθωσπρέπει εαυτό τους, τραγουδώντας και χορεύοντας.
Το σχολείο δεν έμενε ποτέ έξω από το πνεύμα, αν και προσπαθούσαμε να το περιορίσουμε σε μία μέρα ή στην καλύτερη περίπτωση σε μισή.
Σε μια από αυτές τις αποκριάτικες γιορτές, μία μαθήτρια της Τρίτης είχε ντυθεί "γεροντοκόρη" δασκάλα με όλη τη στερεότυπη αμφίεση στο γκρίζο και σεμνό και με τον ανάλογο κότσο. Στην πλάτη μια ταμπελίτσα έγραφε "ζητείται γαμπρός", αλλά δεν θα το ήξερε η καημένη, οι μαθητές θα της το κόλλησαν. Οι δε "μαθητές" ήταν ένα συνονθύλευμα από μαθητές και καθηγητές που συναγωνίζονταν σε αταξίες και πειράγματα και η "δασκάλα" τους προσπαθούσε να τους βάλει σε τάξη, χωρίς αποτέλεσμα.
Εμένα με είχε στρώσει ο διευθυντής σε δουλειά στο γραφείο του και δεν με άφηνε να πάω στο γλέντι. Άκουγα μόνο τη μουσική και τις φωνές και έβραζα. Απτόητος όμως εκείνος, βρήκε τον "παπά" διαθέσιμο και "έθαβε" ό,τι χαρτούρα του περίσσευε στο γραφείο του.
Σε μια στιγμή, είδα κι αποείδα, του λέω: "πρέπει να πάω κάπου δεν θα αργήσω".
Βγαίνω κρυφά από το σχολείο, πηγαίνω σε ένα διπλανό σπίτι και λέω στην οικοδέσποινα: "Ντύσε με γαμπρό". Απολύτως στο πνεύμα η Κατερίνα (καλή της ώρα!) με κάνει γαμπρό- κουφέτο. Τι γαμπριάτικο αρχαίο κοστούμι, τι μποτονιέρα, ανθοδέσμη, γραβάτα προπολεμική, σκαρπίνι τύπου "μόλις ήρθα από αμέρικα", ένα καλσόν στο κεφάλι να μη γνωρίζομαι και τη ρεμπούμπλικα του πάππου από πάνω.
Πηγαίνω στο σχολείο, μπαίνω στη μεγάλη αίθουσα και πλησιάζω τη "γεροντοκόρη" προσφέροντας την ανθοδέσμη. Μέσα στη χαρά και στον ενθουσιασμό, διέκρινα την απορία όλων πού ξεφύτρωσε τώρα ετούτος.
Για να ολοκληρώσω τη χαρά μου, πήγα γραμμή στο διευθυντή με τη "γυναίκα" μου και τους "μαθητές" της. Τι τράβηξε ο καημένος δεν λέγεται! Πήρε μια γεύση για το πώς πρέπει να σέβεται τα πανάρχαια έθιμα του τόπου και να μην εμποδίζει τους "θιασώτες" του Διονύσου να τον λατρεύουν. Στο τέλος αγανακτισμένος μου είπε: "Πήγαινε, παιδί μου, στην τάξη σου να κάνω και καμιά δουλειά!" Μόνο αν χορέψετε, του έγνεψα και όλοι οι άλλοι, αλαλάζοντας τον έβαλαν στο χορό, θέλοντας και μη.
Η μέρα τέλειωσε χωρίς να μάθει ποιο "παιδί" του είχε κάνει το γραφείο πίστα και ούτε που θυμήθηκε να ρωτήσει πού πήγε αυτή "που δεν θα αργούσε".
(Μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του "παππού Γιωργάκη" του πρώτου μου αξέχαστου διευθυντή)

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2008

η παιδαγωγική και το ροχαλητό

Ασφαλώς η κυβέρνηση οφείλει επιτέλους να εγκαταλείψει τα τερτίπια και να μας εγχειρίσει το επίδομα βαρέων και ανθυγιεινών, γιατί εμείς οι εκπαιδευτικοί επιτελούμε λειτούργημα και μάλιστα άκρως απαιτητικό.
(Αχ αυτό το ρόλεξ)
Κάποιες φορές -δύο φορές το χρόνο- συνεδριάζουμε προκειμένου να συζητήσουμε την πρόοδο των μαθητών μας. Και πρέπει να τηρούμε την ψυχραιμία μας και τη σοβαρότητά μας. Πώς όμως να το πετύχουμε, όταν δίπλα μας ένα ολόχρυσο ρόλεξ περιβάλλει το χέρι μιας συναδέλφου που κοιμάται καθιστή και με έντονο ροχαλητό;
Δε σε αφήνει το ροχαλητό να θαυμάσεις το ρόλεξ. Κι είναι τόσο όμορφο.
Γιατί, καλή συνάδελφε, μας ρίχνεις στον πειρασμό; Άσε μας στην ησυχία μας (κυριολεκτικά) να θαυμάσουμε το κομψοτέχνημα στο δεξιό σου καρπό.
Άφησέ μας να θαυμάσουμε την αλυσίδα, την ολόχρυση και βαρύτιμη, στο άλλο σου χαριτόβρυτο χέρι. Τι θαυμάσιο που αντηχεί το ροχαλητό σου -στακάτο και με τέμπο- στην παιδαγωγική συνεδρίαση!
Και σε τι πειρασμό μάς εμβάλλεις, να πεθάνουμε από τα χάχανα ή από την προσπάθεια να καταπιέσουμε τα εκχειλίζοντα από την ψυχή μας χάχανα! Για ένα παλαιομοδίτικο savoir vivre!
Δε θα το αντέξω! Δε θα το αντέξω!

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2008

Ο γαμπρός

Τάξη τρίτη. Μάθημα αρχαία ελληνικά. Δέσμη τρίτη. Μικρό τμήμα, όπως πάντα στο νησί. Μία μαθήτρια άριστη. Ίσως η καλύτερη που είχα ποτέ, τώρα είναι συνάδελφος και φίλη. Μια δεύτερη πανέξυπνη, αλλά καθόλου μελετηρή. Είχε φτάσει Πάσχα κι ακόμα παλεύαμε με τη γραμματική. Αυτό που με διαόλιζε ήταν ότι με λειψές και κουτσουρεμένες γνώσεις γραμματικής- συντακτικού, της έδινες δύσκολο άγνωστο κείμενο και στο μετέφραζε με εξοργιστική άνεση. Της δίνω ασκήσεις επαναληπτικές και της λέω να στρωθεί το Πάσχα, γιατί είναι η τελευταία της ευκαιρία.
Μετά τις διακοπές καταφθάνει με ύφος πέρα βρέχει και ανακοινώνει: "Αχ, πέρασα υπέροχα το Πάσχα που πήγα στην Αθήνα!" "Προφανώς δεν διάβασες..." "Ε...ε...δεν πρόλαβα..."
Θυμάμαι ακόμα το θυμό μου. Τόσο έξυπνο παιδί και θα την πάταγε από έλλειψη διαβάσματος. Σχεδόν πέταγε στα σκουπίδια μια ευκαιρία να ξεφύγει από τη μοίρα του, να ανοίξει τα φτερά του.
Δεν συγκρατήθηκα καθόλου:
"Εντάξει...τότε άντε και με έναν καλό γαμπρό!"
Πάνε πολλά χρόνια, η μνήμη είναι επιλεκτική, δεν θυμάμαι τι μου είπε, μόνο ότι την πείραξε κάπως.
Δεν έκανε τίποτε στις εξετάσεις, παντρεύτηκε σε πολύ μικρή ηλικία, αλλά η ζωή την ανάγκασε να αντιμετωπίσει μεγάλες δυσκολίες και να τα βγάλει πέρα με γενναιότητα.
Πριν από αρκετά χρόνια, μας δόθηκε η ευκαιρία να συζητήσουμε. "Δεν ξέρεις πόσο μου είχε κοστίσει εκείνη η κουβέντα που μου είπες τότε! Και το χειρότερο! Είχες δίκιο, πράγματι υπήρχε ο γαμπρός!"
Δεν είχα δίκιο, τελικά εσύ τις πέρασες μια χαρά τις "εξετάσεις".

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2008

Υπό προστασίαν

Μερικές φορές και στο σχολείο, ο δρόμος για την κόλαση ή τουλάχιστον για την τυραννία των μαθητών είναι στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις.
Στην ιστορία μας, αυτή με τις καλύτερες προθέσεις είναι μια νέα στο επάγγελμα και στην ηλικία καθηγήτρια, που όμως δεν είναι νέα για μια συγκεκριμένη Β΄ Λυκείου. Αυτή την τάξη την έχει για τρίτη χρονιά, γιατί το σχολείο ήταν γυμνάσιο με λυκειακές τάξεις. Οι σχέσεις της με τα παιδιά άριστες, οι στόχοι υψηλοί, το επίπεδο επικοινωνίας αξιοζήλευτο. Στόχος της πρώτος και βασικός να τα προετοιμάσει σωστά για την επόμενη χρονιά, να μην αφήσει κενά, γιατί εκεί ούτε φροντιστήρια, ούτε ιδιαίτερα. Κι αυτή η ευθύνη τη βάραινε πάρα πολύ, ας είναι αυτό το ελαφρυντικό της.
Μια μέρα λοιπόν, ενώ απολάμβανε το καφεδάκι της στο γραφείο σε ένα κενό, ένας συνάδελφος της λέει κοιτώντας το πρόγραμμα: "Δεν έχεις κενό, έχεις Β΄ Λυκείου, άλλαξε το πρόγραμμα!"
Πετιέται επάνω, ορμάει στην τάξη, μια ώρα χαμένη, πάνω από το πτώμα της!
Κλειστή η πόρτα, κουρτίνες τραβηγμένες και...άκρα του τάφου σιωπή!
Για να μην τους πάρει χαμπάρι και καταλάβει το λάθος, κατάφεραν το ακατόρθωτο! Να μείνουν απόλυτα ήσυχοι σε κενό!
Στα γρήγορα αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί και έγινε έξαλλη!
Και τι δεν τους έψαλλε!
Πώς δεν το περίμενε από αυτούς, νόμιζε ότι είχαν μια άλλου επιπέδου σχέση, ότι δεν χώραγαν κοροϊδίες ανάμεσά τους, ότι τους είχε εμπιστοσύνη. Ήταν απίστευτο κρεσέντο. Κρεσέντο παραλόγου. Τα παιδιά την κοίταζαν κατάχλωμα, ψέλλιζαν δικαιολογίες, συγνώμες, κάποιο πήγε να πει δειλά "παιδιά είμαστε...κι εσείς στη θέση μας..."
Β' γύρος εξάψαλμου, μέχρι δακρύων αυτή τη φορά.
Γύρισε σπίτι, ηρέμησε και συνειδητοποίησε πόσο εκτός ελέγχου είχε βρεθεί για ένα τόσο ασήμαντο γεγονός.
Την άλλη μέρα τους ζήτησε συγνώμη, χωρίς δικαιολογίες.
Όχι μόνο τη συγχώρεσαν, αλλά κάθε φορά που αργούσε λίγο, κάποιος διακριτικά την ειδοποιούσε πως έχουν μάθημα!
Τι τραβάνε και τα παιδιά!

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2008

η μπέμπα και το ρόλεξ

Θα σας μιλήσω για τον εαυτό μου. Το φανταστικό εαυτό μου.
Είμαι ένας επιστήμονας, κραταιός επιστήμων, θα ομολογούσα με υπερηφάνεια. Ξέρω την επιστήμη μου σε βάθος, ή έτσι νομίζω τουλάχιστον. Διδάσκω -τι υποβάθμιση, θεέ μου!- σε ένα σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Και ακόμη χειρότερα για την κορυφαία προσωπικότητά μου, σε μια υποβαθμισμένη λαϊκή γειτονιά της πρωτεύουσας. Τι κατάντια για το κύρος μου!
Είμαι πολύ δυστυχισμένος, μα πολύ δυστυχισμένος. Να γιατί:
Σταθμεύω την 300άρα μερτσέντες μου απέξω από το σχολείο πάντα λαμπερή και απαστράπτουσα. Πόσοι όμως από τους κακομαθημένους μαθητές μου μπορούν να καταλάβουν τι σημαίνουν τα xigt που συνοδεύουν το μοντέλο της; Πόσοι κατανοούν ότι είναι ειδική παραγγελία στο Ντίσελντορφ;
Είμαι δυστυχισμένος και για άλλο λόγο. Φορώ ένα ολόχρυσο ρόλεξ 2500 ευρώ στο χέρι μου και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει την αξία του. Τι μίζεροι κι αυτοί οι εκπαιδευτικοί; Συνάδελφοι να σου πετύχουν; Ούτε την ολόχρυση αλυσίδα που στολίζει το δεξιό μου καρπό δεν προσέχουν. Κι όσοι την προσέχουν δεν την επαινούν, δεν τη θαυμάζουν. Μάλλον δεν ξέρουν την αξία της οι μίζεροι και παρίες συνάδελφοι.
Να πω για τα επώνυμα ρούχα που φορώ καθημερινά; Τίποτε. Ούτε αυτά τους συγκινούν.
Γι' αυτό κι εγώ αναγκάζομαι να επαινώ τις αλυσίδες ή τα δαχτυλίδια που φορούν οι συναδέλφισσες, για να τους πω και πόσο αξίζουν τα δικά μου. Τι ανιαρή που είναι η ζωή σε αυτό το φτωχικό σχολείο της λαϊκής συνοικίας!
Κι αναγκάζομαι να μπαίνω στις απεριποίητες αίθουσες, για να διδάξω το λόγο του Κυρίου, γιατί -μάλλον ξέχασα να σας πω ότι- είμαι θεολόγος και διδάσκω την εγκράτεια.

Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2008

ο ευτελισμός των συμβόλων

Στις μέρες της παγκοσμιοποίησης φαντάζει εκτός μόδας να ακούς τον εθνικό ύμνο της πατρίδας σου και κάθε φορά κάτι μέσα σου να σκιρτά. Προσπαθείς όμως πάντοτε να το κρύψεις, για να μην προσβάλεις όχι τον εαυτό σου -γι' αυτόν ποιος νοιάζεται;- αλλά τον ύμνο. Κι όμως υπάρχουν έμποροι της πατριδοφροσύνης και εθνοκάπηλοι που ωχριούν μπροστά και στο χειρότερο λαϊκιστή και δημαγωγό. Μια τέτοια περίπτωση είναι η πεφωτισμένη (από Λιακόπουλο, Τηλεάστυ και μόνο) φιλόλογος που κυκλοφορεί με ένα μαγνητόφωνο υπό μάλης και κάθε διδακτική της ώρα την ξεκινά με την ανάκρουση από μαγνητοφώνου του εθνικού ύμνου. Δεν μπορώ να φανταστώ χειρότερο εχθρό και χειρότερη διαπόμπευση του εθνικού ύμνου από μια τέτοια συμπεριφορά.
Βγαίνοντας από την αίθουσα της λαμπρής φιλολόγου μπορεί κανείς να μπει στη διπλανή όπου άλλη λιακοπουλειάς ρωτά:
-Τι σας θυμίζει το όνομα Κίνα, παιδιά μου;
Στη βουβή αμηχανία των μαθητών απαντά:
-Την κίνηση, παιδιά. Οι Κινέζοι διάλεξαν ελληνικό όνομα, γιατί μόνο εμείς έχουμε δημιουργήσει πολιτισμό.
.....
Κι έλεγα κι εγώ.

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2008

Μην ξανάρθεις!

Ο Σταμάτης ήταν αστεράκι. Μαθητής πρώτης γυμνασίου, πανέξυπνος, με ωραίες απορίες, καλά ελληνικά, παιδί φροντισμένο, από σπίτι με γερές βάσεις παιδείας. Δυστυχώς, δεν έχω βρει πολλούς Σταμάτηδες, χωρίς τέτοια οικογένεια πίσω τους. Κοινό μυστικό, το σχολείο δεν φτάνει. Στα μισά του Α τριμήνου, ένα διαγώνισμα στα αρχαία, το πρώτο. Ο κακόμοιρος έγραψε τέλεια όλες τις ερωτήσεις, εκτός από μία που δεν είδε! (Προφανώς από το άγχος του). Τον καθησύχασα, του είπα ότι δεν έχει καμιά απολύτως σημασία, όλοι μας κάνουμε τέτοιες απροσεξίες. Φάνηκε καθησυχασμένος.
Την άλλη μέρα, ενσκήπτει μαμά. Μια νέα γυναίκα, πρώτη φορά την έβλεπα. Ο Σταμάτης το μοναχοπαίδι της. Με πλησιάζει διστακτική κι αρχίζει: "Που στενοχωρέθηκε, να κάνει τέτοιο λάθος, που του αρέσουν τόσο τα αρχαία και τι συνέπειες θα έχει στο βαθμό και να μην απογοητευθεί" Κι άλλα...κι άλλα.
Την άκουγα ανέκφραστη, αλλά έβραζα.
Ετούτη θα μου τον καταστρέψει το Σταμάτη. Από αστέρι θα τον κάνει βαθμοθήρα και φυτό.
Και τότε μου βγαίνει εντελώς αυθόρμητα: "Μου κάνεις μια χάρη;" Ανεπίτρεπτος ενικός προς γονέα. Η πρώτη και η τελευταία μέχρι τώρα φορά, ακόμα και για γονείς γνωστούς μου. Συγκατένευσε άφωνη. "Μην ξανάρθεις στο σχολείο, παρά μόνο για τους βαθμούς. Ο Σταμάτης θα είναι εντάξει, δεν θα έχει κανένα πρόβλημα!"
Με κοίταζε η κοπέλα με κατάπληξη και με το δίκιο της. Κατάλαβε μάλλον ότι αυτό που της είπα ήταν το ηπιότερο που μπορούσα (η παιδεία της που λέγαμε), σηκώθηκε και έφυγε αποχαιρετώντας αμήχανα.
Ο Σταμάτης φυσικά μας δικαίωσε και τις δύο, μάλλον πήγε πολύ παραπέρα από τις προσδοκίες μας (καλή του ώρα).
Με τη μαμά αυτή πολύ αργότερα συζήτησα πολύ και σχεδόν γίναμε φίλες, στο λίγο διάστημα που έμεινα στο νησί της.
Ποτέ δεν μου έκανε παράπονα για τον τρόπο που της φέρθηκα, αλλά πάντα πήγαινε, λέει, στο σχολείο να ρωτήσει για το Σταμάτη με έναν "ανεξήγητο" φόβο. "Ένοχη συνείδηση" της έλεγα με θράσος.