Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

ένας κούκος φέρνει την άνοιξη

Στον άνθρωπο που μου μετέφερε την ιστορία.

Πάντα το πίστευα και εξακολουθώ ακράδαντα να το πιστεύω πως εμείς, οι δάσκαλοι, μπορούμε να σώσουμε τον κόσμο. Ακόμη και μόνοι μας. Αν είμαστε δυο σε κάθε σχολείο, τότε το θαύμα φαντάζει τελειωμένο. Μην πω για τρεις ή περισσότερους, γιατί δεν είμαι ρομαντικός.
Ακούστε λοιπόν την ιστορία του κούκου.
Διδάσκει ένα μάθημα δευτερεύον ή τριτεύον. Είναι πατέρας τεσσάρων παιδιών, άρα με πολλές υποχρεώσεις στο σπίτι.
Κι όμως...
Στο γυμνάσιό του κάνει θαύματα. Στα διαλείμματα είναι στη βιβλιοθήκη και διαβάζει σε συνέχειες για όσα παιδιά θέλουν λογοτεχνία. Κι όταν η ιστορία θυμίζει τον πατέρα του, δε διστάζει να δακρύζει μπροστά στα παιδιά.
Άλλοτε πάλι στο διάλειμμα είναι στο προαύλιο και παίζει με τα παιδιά του σχολείου του.
Τις Κυριακές και τις αργίες και τις συνδικαλιστικές αργίες πάλι στο σχολείο για το θεατρικό παιχνίδι ή για να στολίσει με τα παιδιά το σχολείο.
Τα απογέματα της Κυριακής 3 ώρες θεατρικό παιχνίδι, για να αποβάλουν τα παιδιά τυχόν αναστολές, φοβίες κτλ.
Κι αμέσως έπειτα προβολές ταινιών, όπως "Σινεμά ο Παράδεισος", Ἡ ζωή είναι ωραία", "Δάσκαλος χορωδίας" και άλλες παρόμοιου επιπέδου.
Τα παιδιά τρέχουν με λαχτάρα στο σχολείο τις αργίες, τα απογέματα. Όταν τα ειδοποιήσει. Τρέχουν στο σχολείο, όπως ο καθένας μας πηγαίνει εκεί που θα ήθελε να είναι περισσότερο από οπουδήποτε αλλού. Δεν τρέχουν, για να καταστρέψουν το μισητό χώρο του σχολείου.
Αυτός είναι ένας δάσκαλος που θα βοηθήσει δεκάδες, εκατοντάδες παιδιά να αγαπήσουν τη ζωή και να αγωνιστούν με θάρρος γι' αυτήν. Και θα τα καταφέρουν. Και θα θυμούνται σε όλη τους τη ζωή το δάσκαλό τους, τον κ. Γανωτή, και θα του λένε στα όνειρά τους:
Mille merci, monsieur professeur. Mille merci.

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008

Mια αληθινή και επίκαιρη ιστορία

Ο μικρός Γιαννάκης θαύμαζε τους αστυνομικούς. Ήταν το πρότυπό του. Ονειρεύονταν, όταν μεγαλώσει, να γίνει ένας ωραίος, γενναίος αστυνομικός, με ωραία στολή και πιστόλι, όπως αυτοί που έδειχνε η τηλεόραση. Να τρέχει όπου τον χρειάζονται, να προστατεύει τους καλούς, να καταδιώκει τους κακούς. Μεγάλωσε και το όνειρό του δεν ξεθώριασε. Διάβαζε με πάθος, για να περάσει στη σχολή της αστυνομίας και ήταν πια πολύ κοντά στο να πετύχει το στόχο του. Οι φίλοι του, οι συμμαθητές του, τον κορόιδευαν για το ψώνιο του, εντάξει, δέχονταν να θέλει να γίνει κάποιος "μπάτσος", γιατί θα είχε σίγουρη δουλειά, εξουσία, αλλά όχι και να τους θαυμάζει!
Ο Γιάννης όμως δεν άλλαζε στάση και δεν έχανε ευκαιρία να υπερασπίζεται τους αστυνομικούς, ακόμα κι όταν όλοι ήταν εναντίον τους (καλή ώρα...).
Ώσπου μια μέρα, στο κέντρο της Αθήνας, πέρασε μπροστά στα γεμάτα θαυμασμό μάτια του μια διμοιρία αστυνομικών, που μάλλον πήγαιναν να προστατέψουν κάποιους καλούς από τους κακούς διαδηλωτές. (καλή ώρα...)
Και τότε ένας απ' αυτούς, καθώς περνάει δίπλα του, του αστράφτει ένα χαστούκι! Ένα χαστούκι απ' αυτά που χάνεις τον κόσμο, έτσι χωρίς λόγο, έτσι για να ζεσταθεί εν όψει της προστασίας από τους κακούς που λέγαμε! Χαστούκισε ένα παιδί που μόνο θαυμασμό και λατρεία είχε για το είδος του. Τον τελευταίο των θαυμαστών...
Ναι, όταν συνήλθε ο Γιαννάκης, είχε πια εκτός από κόκκινο μάγουλο και σπασμένο όνειρο. Τώρα εκείνος σπουδάζει οικονομικά και εμείς εξακολουθούμε να τρώμε χαστούκια.