Σάββατο 31 Μαΐου 2008

Ο Δάσκαλος

Αυτή τη φορά, θα πάρω τη σκυτάλη από τον συνιστολόγο μου, θερσίτη, να τρέξω άλλο ένα "ποστ" καλού δρόμου, αφού μου άνοιξε η όρεξη να θυμηθώ κι εγώ ένα παράδειγμα προς μίμηση από το χώρο μας.
Για την ακρίβεια, πρόκειται για ένα δάσκαλο. Παραβιάζω τον κανόνα της ανωνυμίας, δεν έχει νόημα στην περίπτωσή μας ή μάλλον έχει νόημα να παραβιαστεί.
Τον έλεγαν Νίκο Γώγο και ήταν ο δάσκαλος της κόρης μου στη Δευτέρα Δημοτικού.
Εκείνη τη χρονιά, μετακομίσαμε οικογενειακώς σε ένα μικρό νησάκι των Δωδεκανήσων, για να υπηρετήσει ο άνδρας μου την τριετἠ του θητεία στα δυσπρόσιτα σχολεία. Η κόρη μου, χαϊδεμένο μοναχοπαίδι, έκλαιγε κι οδύρονταν που θα έχανε τους φίλους της, τη γιαγιά της, το σπίτι της και όλο το μικρόκοσμό της και τα έβαζε με αυτούς τους "κακούς" που έστειλαν τον μπαμπά της τόσο μακριά. "Μα, γιατί πάμε, θα μας δώσουν πολλά λεφτά;" "Πάντως, θα γυρίσουμε πιο πλούσιοι" Η απάντηση. "Αλήθεια, πώς;", "Πιο πλούσιοι σε φίλους, γιατί εκτός από αυτούς που έχουμε ήδη, θα αποκτήσουμε κι άλλους και θα γίνουμε πλούσιοι σε φίλους" Δεν πολυπείστηκε, αν και επαληθεύτηκα απολύτως, γιατί σε τρία χρόνια, δεν ήθελε να φύγει πια, κι ακόμα διατηρεί επαφή με φίλους της από κει.
Την πρώτη μέρα στο σχολείο την πήγα εγώ. Δεν θα ξεχάσω τη σκηνή. Την ώρα της προσευχής, με είχε αγκαλιάσει από τη μέση, είχε κρύψει το πρόσωπό της πάνω μου και δεν ήθελε να δει άνθρωπο. Και τότε μας πλησίασε ο δάσκαλός της. "Σε περιμέναμε, τα παιδιά έχουν προετοιμάσει υποδοχή, θα κάθεσαι με τη Βαγγελίτσα, άσε τη μαμά, πάμε στην τάξη" Με άφησε αμέσως, χωρίς δεύτερη κουβέντα, και πήγε στην τάξη. Αυτός ο απίστευτος άνθρωπος προετοίμαζε μια βδομάδα τα παιδιά του "για το καινούριο κοριτσάκι που θα μας έρθει από ένα άλλο νησί και δεν θα ξέρει κανέναν εδώ". Εκείνη τη μέρα, όλα είχαν βάλει τα καλά τους, λες και ήταν γιορτή.
Αυτό που συνέβη εκείνη τη χρονιά δεν μπορεί να χωρέσει σε κανένα κείμενο ευσύνοπτο, αρκεί μόνο να πω το σχόλιο της μικρής μου για το μάθημα που έκαναν: "Δεν κάνουμε μάθημα, το παίζουμε το μάθημα" Μια διαρκής γιορτή. Παιχνίδι, τραγούδι, χαρά, σωστή δουλειά, δημιουργικότητα.
Κι όχι μόνο.
Πήγαινα να ρωτήσω πώς πάει και με απόπαιρνε. Το ξέρεις πως πάει καλά, τι ασχολείσαι. Εμένα με απασχολεί η ψυχολογική της κατάσταση, της λείπει ο τόπος της, οι δικοί της, να την βγάζεις έξω, να μιλάτε, όχι μόνο διάβασμα, είναι μελαγχολικό το παιδί ώρες ώρες. Μου μιλούσε σαν να ήταν σοφός γέρος, ενώ ήταν μικρότερός μου και με πολλή μικρότερη εκπαιδευτική και παιδαγωγική εμπειρία, ασφαλώς. Κι εγώ τον άκουγα σαν να ήταν ένας σοφός γέρος.
Τους θυμάμαι τώρα να περνούν όλη η τάξη από τον παραλιακό δρόμο, σε έναν σχολικό περίπατο κι ο δάσκαλος να κρατάει τη μικρή μου από το χεράκι, που έλαμπε από χαρά.
Μια χαρά τα πήγε τελικά, ούτε μελαγχολία ούτε τίποτε, και έμαθε να αγαπάει τη γνώση, το βιβλίο, αλλά και να προσαρμόζεται σε νέα περιβάλλοντα, να ανοίγεται σε καινούριες παρέες, φίλους, τόπους, συνήθειες, χωρίς ανασφάλειες και κολλήματα.
Ξέρω πως το μεγαλύτερο μέρος ευθύνης γι' αυτό το έχει εκείνος ο Δάσκαλος, και μακάρι να εισπράξει με κάποιο τρόπο κι αυτή την εύφημη μνεία, όπως τόσες άλλες. Καλή σου ώρα, συνάδελφε, όπου κι αν είσαι!

Τετάρτη 28 Μαΐου 2008

το λουκουμάκι

Γκρινιάζω συνεχώς για το χάλι της δημόσιας εκπαίδευσης, που έχει καταντήσει πλέον μόνο δημόσια. Σήμερα θα σας μιλήσω για το λουκουμάκι.
Είναι ο τίτλος (τιμής, ασφαλώς) που έχουν δώσει τα παιδιά μου στο Μενίδι σε μια αγαπημένη τους δασκάλα. Άλλα παρατσούκλια της: absolut, κυριούλα κτλ.
Την αγαπούν, γιατί τα νοιάζεται.
Τη λατρεύουν, γιατί το τηλέφωνό της χτυπά κάθε ώρα, όταν ξέρει ή αισθάνεται πως κάποιο παιδί δεν είναι καλά.
Την αγκαλιάζουν από αληθινή χαρά, όταν τη βλέπουν.
Την περικυκλώνουν στο γραφείο της και κουτσομπολεύουν ή συζητούν τα όνειρά τους για το σχολείο μας σπέρνοντας τριγύρω την απόλυτη ζήλια, τον τέλειο φθόνο σε λίγους ευτυχώς δήθεν δασκάλους.
Τη ρωτούν για τα παιδιά της και σκαρώνουν ζωγραφιές και παιχνιδάκια για εκείνα.
Την προσέχουν μην πάθει τίποτε, γιατί η παρουσία της είναι η δύναμή τους.
Σκυθρωπιάζουν όλα, όταν τη βλέπουν λυπημένη και απογοητευμένη.
Βγάζουν τα αιχμηρά δόντια τους, όταν κάποιος δήθεν συνάδελφος παραπονιέται για την αγάπη προς το πρόσωπό της.
Τη λατρεύουν, γιατί γλυκαίνει τη ζωή τους,
γιατί είναι το λουκουμάκι τους.

ΥΓ. Ο τίτλος οφείλεται στην κιμωλία που την κάνει κάτασπρη κάθε μέρα. Είναι όμως πολύ εύστοχος.

Κυριακή 11 Μαΐου 2008

οι γυμνοσάλιαγκες

Αν έχετε ευαίσθητη ψυχή, μη συνεχίσετε το διάβασμα.
Θα περιγράψω ένα είδος "ανθρώπου" που παρασιτεί στο κουφάρι της δημόσιας εκπαίδευσης.
Διορίστηκε κάπου στην επαρχία, έμεινε εκεί λίγο, μέχρι να καταλάβει ότι δεν του ταιριάζει το σχολείο και αυτά τα βρομερά πιτσιρίκια κι έφυγε γρήγορα με απόσπαση "διά τας ανάγκας της υπηρεσίας" προς την Κεντρική Υπηρεσία του ΥΠΕΠΘ. Η μόνη ανάγκη που αντιλαμβάνομαι είναι η σωτηρία των μαθητών του, αλλά η υπηρεσία μάλλον άλλη εννοούσε.
Έμεινε χρόνια στην υπηρεσία, μέχρι να δικτυωθεί και να βρει μια θέση γραφείου σε διεύθυνση.
Αργότερα με καμάρι διηγούνταν: Στο υπουργείο ξυνόμασταν όλοι μαζί. Έπαιρνε κάποιος και ζητούσε τον κ. Τάδε ή ερχόταν και άφηνε μια αίτηση και μόλις έφευγε, την κάναμε σαίτα και στα σκουπίδια.
Παράλληλα ανακατεύτηκε και με την Ιερά Σύνοδο, καθότι βαθύς Χριστιανός. Οι πληροφορίες από μέσα για τα όργια του ενός μητροπολίτη και για τα μαχαιρώματα του άλλου υπέρ του τρίτου συνεχείς και με καμάρι να αναπαράγονται. Και όλα αυτά ασφαλώς με το αζημίωτο. Κι από εδώ και από εκεί εισπράξεις.
Με την τάξη καμία σχέση. ΕΥΤΥΧΩΣ, πρέπει να πούμε.
Αυτά τα ανθρωπάρια βυσσοδομούν και έρποντας γεμίζουν τον τόπο της δημόσιας εκπαίδευσης με τα λοιμωξιογόνα σάλια τους.
Ποιος μπορεί να μην ανακατευτεί; Να μη θυμώσει; να μην τα βροντήξει και να πει:
Άει στο διάολο, επιτέλους!

Πέμπτη 1 Μαΐου 2008

Περί ελευθερίας

(Με αφορμή τις ωραίες ασκήσεις του συνιστολόγου μου για τους μαθητές του)

Πάνε πολλά χρόνια. Μόλις είχε πάρει πτυχίο και δούλευε (και πριν καλά καλά το πάρει) σε φροντιστήριο, διδάσκοντας έκθεση. Το τμήμα ήταν από τα πρώτα σε επίπεδο. Οι μαθητές, της πρώτης δέσμης, ήδη φοιτητές, που ξαναέδιναν την έκθεση, για να περάσουν σε καλύτερη σχολή (έτσι ήταν το σύστημα τότε).
Το θέμα εκείνη τη μέρα ήταν η ελευθερία. Η ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί ήταν εξόχως απορηματική, αφού ο καθένας επιχειρούσε να ορίσει την έννοια με το δικό του τρόπο κι αυτή τους ξέφευγε και ίπτατο ως "άπιαστο πουλί" πάνω από τα κεφάλια τους.
Η καθηγήτρια με το ζήλο και την αυτοπεποίθηση της νεοφώτιστης, όχι μόνο στο επάγγελμα, αλλά κυρίως στο μαρξισμό και στο διαλεκτικό υλισμό, κρυφοχαίρονταν που σε λίγο θα έβγαζε τον άσο από το μανίκι της.
Αρχίζει λοιπόν: Φανταστείτε ένα ψηλό βουνό, ανεβαίνετε μέχρι την κορυφή, κοιτάτε από ψηλά την υπέροχη θέα. Θέλετε να βγάλετε φτερά σαν τα πουλιά και να πετάξετε. Είστε ελεύθεροι να το κάνετε; Όχιιιιι! Γιατί; Θα γκρεμοτσακιστούμε! Τι σόι ελευθερία είναι να γκρεμοτσακίζεσαι; Παρ' όλα αυτά είστε ελεύθεροι να πετάξετε! Πώς; Γνωρίζοντας το νόμο της βαρύτητας, μαθαίνοντας τους νόμους και τις τεχνικές που διέπουν τις πτήσεις, μπορείτε να φτιάξετε μια πτητική μηχανή (από ανεμόπτερο μέχρι αεροπλάνο) και να πετάξετε. Η ελευθερία λοιπόν περνάει από τη γνώση της αναγκαιότητας. Φυσικής και κοινωνικής. Χωρίς αυτή τη γνώση και τη δυνατότητα που δίνει να υπερβούμε τη σιδερένια αναγκαιότητα, θα μείνει πάντα υποδουλωμένη σ' αυτήν. Όπερ έδει δείξαι, που λένε και οι συνάδελφοι μαθηματικοί.
Είχε λογαριάσει χωρίς τον ξενοδόχο. Όπου ξενοδόχος, ένα κοριτσάκι μικροκαμωμένο, αδύνατο, όλο μάτια. Σηκώνει το χέρι. "Και πού το ξέρετε, εσείς κυρία, ότι εγώ δεν είμαι ελεύθερη να πέσω από το βουνό; Πώς καθορίζετε εσείς τι είναι ελευθερία για μένα; Για μένα ελευθερία είναι ακριβώς αυτό, να ανέβω στο βουνό και να πέσω!"
Δεν ήταν απλώς μια μικρή αντιρρησίας που έκανε φιγούρα. Ό,τι έλεγε το εννοούσε απολύτως. Ήταν έτοιμη να ανέβει στο βουνό και να πέσει.
Πάγωσε.
Έχασε τα λόγια της, αυτή η αιωνίως ετοιμόλογη.
Ευτυχώς την έσωσε το κουδούνι.
Στο σχόλασμα η μικρή την πρόλαβε έξω στο δρόμο. "Συγνώμη, δεν ήθελα να σας φέρω σε δύσκολη θέση, όμως...αυτό που σας είπα το εννοώ."
Ήταν η αρχή μιας ωραίας φιλίας που κρατάει ακόμα. Το κοριτσάκι εκείνο, που τώρα έχει μια λαμπρή επιστημονική σταδιοδρομία και την έχει καμαρώσει σαν γύφτικο σκεπάρνι πολλές φορές, τότε είχε βρεθεί να δοκιμάζει τα όρια μιας ελευθερίας "χωρίς δίκτυ ασφαλείας", που η βολεμένη καθηγήτρια ούτε να φανταστεί δεν μπορούσε. Γιατί η ζωή είναι πολύ πιο σκληρή και αποτελεσματική δασκάλα και στο τι είναι τελικά ελευθερία.
Χάθηκαν για χρόνια κι όταν ξαναβρέθηκαν "τυχαία", ήταν τότε που κι αυτή πια ήταν έτοιμη να κάνει εκείνη την πτήση, χωρίς δίκτυ ασφαλείας, από το δικό της βουνό.